Για πολλά χρόνια αφιέρωνα καθημερινά δύο ώρες για την προσευχή και τουλάχιστον άλλες δύο ώρες σε αυτήν την εργασία προετοιμασίας. Δεν ξεκινούσα την προσευχή αν δεν ολοκληρωνόταν αυτή η εργασία που είχε σαν σκοπό και τέλος την εξισορρόπηση του ψυχισμού. Στο τέλος της η προσευχή ερχόταν τελείως αβίαστα, φυσιολογικά και υπήρχε ένας θετικός κύκλος ανάδρασης. Η εργασία προετοίμαζε την προσευχή και η προσευχή καθιστούσε όλο και πιο αποδοτική την εργασία. Με την πάροδο των χρόνων φυσικά ο άνθρωπος ωριμάζει, ο ψυχισμός εξομαλύνεται και η ανάγκη για την εργασία αυτή περιορίζεται ως προαπαιτούμενο για την προσευχή. Παραμένει όμως πάντα κεντρικό στοιχείο της ζωής και της ζωής μου.
Μέσα σε αυτήν την εργασία μαθαίνει κανείς να διακρίνει, να αποφασίζει. Η αίσθηση που έχει για τα πράγματα διευρύνεται πλουτίζει, όχι με λογικές αναλύσεις, αλλά με μια εσωτερική πληροφορία για την οποία έχω μιλήσει πολλές φορές σε άλλα κείμενά μου. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία ο άνθρωπος “γνωρίζει” τι πρέπει να κάνει, βαδίζει με σταθερά βήματα στην ζωή του, παίρνει αποφάσεις που φαντάζουν πολύ δύσκολες αλλά γι’ αυτόν είναι προφανείς…
Υπάρχει η εντύπωση ότι η νοερά προσευχή πρέπει να καλλιεργείται στην απομόνωση. Η αλήθεια είναι ότι η νοερά προσευχή δεν μπορεί, είναι φύσει αδύνατον να καλλιεργηθεί στην απομόνωση. Τουλάχιστον για τα πρώτα, πολλά, χρόνια. Και ο λόγος είναι ότι την ποιότητά της και τα αποτελέσματά της τα καταλαβαίνει κανείς μόνο στην συναναστροφή με τους άλλους. Διαβάζοντας τα τελευταία χρόνια τα βιβλία του Ίρβιν Γιάλουμ κατανόησα ότι για μένα η συναναστροφή μου με τον οποιοδήποτε άλλο ήταν ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας όπου καθοριστικό ρόλο έπαιζε το εδώ και τώρα. Για χρόνια η παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο αντιδρούσα στην συμπεριφορά των άλλων απέναντι μου ήταν ο οδηγός και το κριτήριο για τον έλεγχο της ποιότητας της πνευματικής μου εργασίας. Η μόνωση, η απουσία συναναστροφών στερεί τον άνθρωπο από τις αφορμές εκείνες που θα του φανερώσουν τα σημεία στα οποία κανείς πάσχει.
Μέσα από τέτοιες διαδικασίες και τέτοιους τρόπους, η νοερά προσευχή ολοκληρώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου, του αναπτύσσει ένα υγιή ατομισμό, σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο εκκλησιαστικό σύστημα που βασίζεται στην εκμηδένιση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πατάει σε σταθερό έδαφος, έχει πλήρη συναίσθηση αυτού που θεωρεί ως αμαρτωλότητά του αλλά αυτό δεν τον προβληματίζει γιατί βιώνει ταυτόχρονα αυτό που θεωρεί ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Οι ανεξέλεγκτες ενοχές εξαφανίζονται. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στα ασκητικά βιβλία και στους εκτενείς βίους των αγίων που ακολούθησαν αυτήν την οδό, οι οποίοι όμως δεν είναι πολλοί. Πλην όμως είναι σκεπασμένα με τόσα άλλα στοιχεία που προέρχονται από την λανθασμένη ανθρωπολογία και κοσμολογία, που πια αμφιβάλω αν έχει νόημα για τον μέσο άνθρωπο η ενασχόληση με τα κείμενα αυτά.
Επειδή όλη αυτή η διαδικασία είναι μια διαρκής ακροβασία μεταξύ διαφορετικών έως αντιθέτων καταστάσεων αναπτύσσεται έντονη θεολογική συνείδηση. Η θεολογία από ένα αφηρημένο σύστημα γίνεται κάτι ουσιώδες, αναγκαίο στοιχείο για την κατανόηση και αξιολόγηση του βιώματος. Το βίωμα από μόνο του δεν έχει καμιά αξία, έχει αξία όταν είναι αληθινό και έχει πράγματι διαφορά σημαντικότατη το να είναι αληθινό ή όχι, όπως εξήγησα προηγουμένως. Η θεολογία, σταδιακά και αυθόρμητα έρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Η θεολογική ακρίβεια φαντάζει να είναι το απαραίτητο στοιχείο για την αληθινή πνευματικότητα. Αυτή η αντίληψη υπάρχει και στα εκκλησιαστικά βιβλία και την είχα ενστερνισθεί πλήρως, αλλά όπως έδειξε η συνέχεια είναι εντελώς λανθασμένη…
Η χριστιανική θεολογία, αλλά και πρακτική, έχει ένα έντονο νεοπλατωνικό χαρακτήρα με συνέπεια την χαρακτηριστική υποτίμηση του σώματος. Και πράγματι στην όλη διαδικασία που περιγράφω το σώμα, τουλάχιστον επισήμως, δεν λαμβάνει μέρος. Σιωπηλώς συμμετέχει με την χρήση του κομποσκοινιού, πλην όμως η συμμετοχή αυτή είναι άτυπη. Αυτή η έλλειψη συνιστά το σημαντικότερο μειονέκτημα της μεθόδου που περιγράφω και ίσως να είναι η αιτία του μικρού ποσοστού επιτυχίας που εμφανίζει στο σύνολο των όσων την ασκούν. Και σε αυτό το σημείο μπορώ να ισχυρισθώ ότι στάθηκα τυχερός γιατί πολύ πριν μπω σε αυτήν την διαδικασία είχα μάθει, δεν ξέρω ούτε το πώς, ούτε το γιατί, να αισθάνομαι και να ακούω το σώμα μου και να λειτουργώ με αυτό. Έτσι δεν έχασα εντελώς την επαφή με αυτό, κάτι που είναι πλέον πολύ σημαντικό. (Συνεχίζεται)
Μου διέφυγε κάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια ποιά εργασία μιλάς;
Έτσι φαίνεται, γιατί εδώ περιγράφω μια συγκεκριμένη εσωτερική, πνευματική και ψυχολογική εργασία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘολούρααααα! θολούρααααα και ξεπλυμένα πράγματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Γιάλομ τουλάχιστον είναι καλύτερος!
Αρσένιε ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.
ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΨΕ ΑΛΙΜΟΝΟ ΤΙ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ!