Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Για μια χωρίς Θεό θρησκευτικότητα ΙΙ

Συνέχεια από το προηγούμενο
Στην πραγματικότητα ο Χριστός ήταν πάντα ένα σύμβολο και μόνο σύμβολο. Ένα σύμβολο φορτισμένο με τέτοιες ιδιότητες που ενεργοποιούσε, ηλέκτριζε θα λέγαμε τις συνειδήσεις των ανθρώπων και του ενέπνεε και θετικά και αρνητικά, σε βαθμό τέτοιο που εν τέλει σφράγισε την ιστορία του πλανήτη. Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και για όλα τα τελούμενα μέσα στην χριστιανική λατρεία. Ποτέ δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από τις άλλες λατρείες που αντικατέστησε η χριστιανική ή τις θρησκευτικές λατρείες που συνεχίζουν να υπάρχουν παράλληλα με αυτήν. Ούτε ο Χριστός ούτε ο χριστιανισμός είχε ποτέ μια προνομιακή πρόσβαση στο θείο. Αυτό μπορεί κανείς να το πει σήμερα με μεγάλη βεβαιότητα. Επομένως είναι ψυχικοί-ψυχολογικοί μηχανισμοί αυτοί οι οποίοι όπως λειτουργούσαν επί τόσους αιώνες στο παρελθόν μπορούν να λειτουργήσουν και σήμερα.


Το δύσκολο είναι να μπορέσει κανείς να διατηρήσει ανέπαφο το συμβολικό περιεχόμενο και ταυτόχρονα να αποδεχθεί ότι πίσω από τον Χριστό δεν υπάρχει κάτι άλλο. Το δύσκολο λοιπόν είναι να δεχθεί ο σύγχρονος άνθρωπος ότι όλες οι θρησκευτικές διηγήσεις του παρελθόντος δεν είναι διηγήσεις για το πώς είναι τα πράγματα αλλά ονειρικές διηγήσεις για το πώς θα ήθελε να είναι τα πράγματα η κάθε επιμέρους ανθρώπινη κοινωνία, ονειρικές διηγήσεις για το πώς νόμιζε, μερικοί θα έλεγαν, εβίωνε τα πράγματα η εν λόγω κοινωνία. Ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από όνειρα, σύμβολα που οδηγούν τον άνθρωπο σε φανταστικούς κόσμους και που όμως τα ταξίδια αυτά στους κόσμους αυτούς είχαν πραγματικά αποτελέσματα στην ζωή των ανθρώπων.

Αν όμως μπορεί κανείς να επικεντρώνει την προσοχή του σε αυτό που κάθε θρησκευτικό σύμβολο συμβολίζει στον ονειρικό κόσμο της θρησκείας, και να παίρνει μόνο το θετικό του περιεχόμενο ή εν πάση περιπτώσει αυτό το οποίο δια της πείρας καταλαβαίνει ότι λειτουργεί και εκπαιδεύσει τον εαυτό του ώστε να μην προσέχει το γεγονός ότι κινείται σε ένα ονειρικό χώρο, χωρίς βέβαια να χάνει ποτέ την αίσθηση της πραγματικότητας, τότε μπορεί να βιώσει τα θρησκευτικά βιώματα με ένα γνήσιο τρόπο χωρίς να έχει τις παρενέργειες της παραδοσιακής θρησκευτικότητας.

Μια τέτοια στάση μειώνει στο ελάχιστο την εξουσία του ιερατείου γιατί φανερώνει το γεγονός ότι ο ρόλος του είναι αποκλειστικά τελετουργικός. Φυσικά η ζωή των θρησκειών μας το αποδεικνύει περίτρανα, αλλά πάντα το ιερατείο βρίσκει τρόπους να καλύπτει το γεγονός ότι δεν έχει καμιά προνομιακή πρόσβαση στο θείο, παρά μόνο έχει ένα διεκπεραιωτικό ρόλο. Δεν πρέπει και ούτε μπορούμε να φθάσουμε στο άλλο άκρο, στην κατάργησή του, γιατί η θρησκευτικότητα είναι μεν μια υπόθεση πολύ προσωπική, πλην όμως λειτουργείται και από κοινού με άλλους ανθρώπους, και αυτό το γεγονός καθιστά την οργάνωση και το συνεπαγόμενο ιερατείο απαραίτητο.

Η διαφορά είναι ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η απαίτηση των συνήθη ιερατείων για αποκλειστικότητα στην γνώση και η μετατροπή της αποκλειστικότητας σε εξουσιαστική δομή. Απεναντίας η χαρισματική εκδοχή του ιερατείου πάντα θα είναι υπαρκτή και θεμιτή καθώς αντανακλά την βαθειά ανθρωπολογική πραγματικότητα ότι δεν μετέχουν όλοι οι άνθρωποι εξίσου στα διάφορα χαρίσματα που κοσμούν το ανθρώπινο είδος.
(Τέλος)

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Για μια χωρίς Θεό θρησκευτικότητα Ι


Για χάρη των αναγνωστών που ενδιαφέρονται για την θρησκεία παραθέτω μικρό τμήμα από το νέο βιβλίο μου που αισίως έφθασε σε μια ολοκλήρωση, αλλά είναι άγνωστο αν και πότε θα εκδοθεί…

“Τώρα πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για μια θρησκευτικότητα με μερική ή πλήρη απουσία του Θεού, για μια χωρίς θεό θρησκευτικότητα. Βέβαια μοιάζει με αντίφαση εν τοις όροις η χωρίς θεό θρησκευτικότητα αλλά αν εφαρμόσουμε τις διάφορες αναλύσεις που αναπτύξαμε μέχρι στιγμής θα γίνει φανερό ότι η αντίφαση είναι εντελώς επιφανειακή. Γιατί τι σημαίνει άραγε θρησκευτικότητα παρά μια αναφορά, μια σχέση με κάτι το οποίο μας υπερβαίνει, μας ξεπερνά; Πράγματι στον πυρήνα της κάθε θρησκείας βρίσκεται κάτι ευρύτερο, κάτι μεγαλύτερο κάτι δυνατότερο και πλουσιότερο από εμάς το οποίο οι διάφοροι πολιτισμοί το ονοματίζουν με διαφόρους τρόπους.

Το ερώτημα είναι αν μπορούμε και τώρα να αντλήσουμε οφέλη από τις παραδοσιακές θρησκείες. Το ερώτημα αυτό έχει αξία γιατί είναι ξεκάθαρο ότι χρειαζόμαστε τις θρησκείες ακόμα και αν καταλαβαίνουμε ότι αυτά που μας λένε είναι ξεπερασμένα ή λανθασμένα. Η ιστορική πείρα μας αποτρέπει από την ιδέα του να δημιουργήσουμε μια νέα θρησκεία. Πλέον αυτό είναι ένας ανεπίτρεπτος πλεονασμός. Επείγει λοιπόν το να κατανοήσουμε τις θρησκείες με ένα τέτοιο τρόπο που να μην μας επιβάλλονται εκπτώσεις στην λογική μας σκέψη και την κριτική μας ικανότητα.

Το ερώτημα αυτό είναι καίριο για όσους έχουν εμπλακεί στα γρανάζια μιας θρησκείας και αναρωτιούνται τι μπορούν να κάνουν τώρα, με ποιο τρόπο μπορούν να αξιοποιήσουν ότι τους προσφέρει η θρησκεία και ταυτόχρονα όμως να μην είναι υποχείριοι όλων αυτών που χρησιμοποιούν την θρησκεία για να αυξάνουν την δύναμη και το εγώ τους. Και οι αναλύσεις που παρουσιάσαμε στις προηγούμενες σελίδες μας επιτρέπουν πράγματι να πετύχουμε κάποιους δύσκολους κατά τα άλλα συγκερασμούς.

Μπορούμε πλέον να καταλάβουμε ότι το εμπειρικό στοιχείο των θρησκειών δεν σχετίζεται με τον δογματικό και θεολογικό τους λόγο. Θεωρητικά τουλάχιστον μπορεί κανείς να πραγματοποιεί όλα όσα προβλέπει μια θρησκεία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να την πιστεύει, γιατί το θρησκευτικό βίωμα δεν είναι άνωθεν χαρισμένο αλλά έσωθεν του ανθρώπου εγγεγραμμένο. Αυτή η παρατήρηση είναι η βάση όλων γιατί μας ξεκαθαρίζει ότι η θρησκευτικότητα δεν είναι ίδιον όλων και ούτε πλεονεκτεί αυτός που μπορεί να την βιώσει ούτε μειονεκτεί αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει. Τελικά η θρησκεία είναι μόνο για όσους την μπορούν και την θέλουν.

Αυτοί λοιπόν οι τελευταίοι μπορούν να κρατήσουν ανενδοιάστως ότι τους αρέσει, ότι σε αυτούς δουλεύει και να αφήσουν κατά μέρος όλα όσα δεν μπορούν να δεχτούν. Π.χ. μπορούν να κρατήσουν από το τελετουργικό ότι τους αρέσει, ότι τους γεμίζει και ικανοποιεί, χωρίς να δεσμεύονται να δεχθούν ότι τους αφήνει αδιάφορο. Πλην όμως εδώ υπάρχει κάποιο πρακτικό πρόβλημα. Πως π.χ. μπορεί κανείς να προσευχηθεί σε ένα Θεό που πιστεύει ότι δεν υπάρχει; Πως μπορεί να τιμά π.χ. τον Χριστό όταν ξέρει ότι ο άνθρωπος Χριστός δεν έχει καμιά σχέση με όσα λέει η εκκλησία για αυτόν;

Εδώ πρέπει να θυμηθούμε όσα έγραψα στις παραγράφους 3.9 και 3.10 για την ικανότητα της πρόθεσης των ανθρώπων. Το ερώτημα λοιπόν μετασχηματίζεται στο ερώτημα πως είναι δυνατόν ο Χριστός να ενεργοποιεί την πρόθεση ενός πιστού που εν τούτοις ξέρει ότι το ιστορικό πρόσωπο Χριστός δεν έχει καμιά σχέση με όσα του αποδίδονται; Λοιπόν πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ιστορικός Χριστός δεν έχασε τώρα την σχέση με αυτά που του αποδίδονται. Ποτέ δεν την είχε και επομένως αν λειτούργησε μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων και μέσα στην ιστορική πορεία της Ευρώπης και της δικής μας κοινωνίας, αυτό δεν έγινε γιατί τότε αυτό που πίστευαν οι άνθρωποι ήταν αληθινό, κάτι που έπαψε να είναι αληθινό στις μέρες μας. ”

(Συνεχίζεται)

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ιδού η Ορθοδοξία ΙΙ

Η αλήθεια είναι ότι για άλλο θέμα ήθελα να γράψω αλλά τα πολλά σχόλια τα οποία έγραψαν φίλοι αναγνώστες στο προηγούμενο κείμενο με κάνουν να επανέλθω. Αρχικά θα πω ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 90 είχα φθάσει στο συμπέρασμα ότι οι θεολογικές διαφορές της ορθόδοξης εκκλησίας με την καθολική είναι υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες και βέβαια θεωρούσα τα μυστήρια των καθολικών έγκυρα. Το ότι η εκκλησία τα θεωρεί άκυρα ήταν μια ακόμα ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά η σκέψη μου τότε δεν προχωρούσε περισσότερο.

Σήμερα η σχετική συζήτηση μου φαίνεται τόσο σοβαρή όσο και η απορία πόσοι άγγελοι χωρούν στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Ας με συγχωρέσουν όσοι αναγνώστες έχουν διαφορετική άποψη. Δημοσιεύω τα σχόλιά τους γιατί είναι ευπρεπή, μερικά προϋποθέτουν σοβαρή γνώση και γνήσιο ενδιαφέρον. Κάποια που δεν έχουν τις αναγκαίες αυτές προδιαγραφές τα απορρίπτω. Ας το ξαναπώ, απορρίπτω πολλά σχόλια που έχουν το σύνηθες στους εκκλησιαστικούς (φανατικούς) κύκλους ύφος. Για μένα η εκκλησία είναι από την πολύ πρώτη της αρχή μια ενσάρκωση του ψέματος, άλλοτε μικρή και άλλοτε μεγάλη, άλλοτε αθώα και συχνά δόλια και όλα όσα παραξενεύουν τους σχολιαστές και πάσχουν να τα εξηγήσουν τα θεωρώ εντελώς φυσιολογικά και δεν έχω διάθεση να μπω σε περιττές συζητήσεις.

Αν το πρόγραμμα που μετρά την επισκεψιμότητα του μπλογκ είναι σωστό τότε το διαβάζουν αρκετοί άνθρωποι, όχι βέβαια υπερβολικά πολλοί, δεν είναι μαζικής κατανάλωσης, πάντως πολλοί περισσότεροι από τους σχολιαστές. Όλοι αυτοί φαντάζομαι ότι δεν θα αντέχουν να διαβάσουν όλα αυτά τα σχόλια και με το δίκιο τους. Όλη αυτή η κουβέντα μοιάζει να αφορά ελάχιστους πολίτες αυτής της χώρας. Αλλ’ όμως τα φαινόμενα απατούν.

Αν δει κανείς αυτήν την συζήτηση από μια απόσταση θα εκπλαγεί καθώς θα διαπιστώσει ότι είναι εντελώς ανάλογη με την συζήτηση για το περίφημο μνημόνιο που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της χώρας μας. Δείτε λιγάκι πως εξελίσσεται αυτή η συζήτηση. Το ενδιαφέρον, το πάθος δεν είναι στην ενεργοποίηση για να βγούμε από το αδιέξοδο. Κατρακυλούμε στον γκρεμό σαν να είμαστε υπνωτισμένοι… Το πάθος αναδύεται στην προσπάθεια να φορτώσει ο ένας τις ευθύνες στον άλλο και κυρίως στο να κρατήσει υπό την ιδεολογική του κυριαρχία, έστω κατά φαντασία τους οπαδούς του. Παθιαζόμαστε, ή προσπαθούν να μας παθιάσουν για το παρελθόν αδιαφορώντας για το παρόν βάζοντάς μας διαρκώς σε διλλήματα, πάντα κατά φαντασία.

Κάποια στιγμή θα παρουσιάσω εκτενώς την σκέψη μου, πλέον την έχω προχωρήσει πολύ, αλλά ας θυμηθείτε ότι η παθιασμένη συζήτηση των σχολιαστών που σήμερα συγκινεί ελάχιστους, στο παρελθόν πάθιαζε ολόκληρη την κοινωνία. Και τότε ήταν συζήτηση για το πόσοι άγγελοι χωρούν στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Η εκκλησία και τότε ήταν ψέμα. Για να πιστεύει όμως μια κοινωνία ότι για χάρη αυτού του θέματος είναι καλύτερα να υποταχθεί στους Τούρκους, έπρεπε να έχει υποστεί μια ιδιαίτερη ιδεολογική επεξεργασία.

Η εκκλησία χάθηκε και σήμερα είναι ένα πτώμα όμορφα διακοσμημένο, όμως τα προϊόντα αυτής της επεξεργασίας, είναι πολιτιστικά και δεν χάθηκαν. Το αποδεικνύει ο τρόπος που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας την πτώχευση. Και όχι μόνο.

Αν δεν μπορέσουμε να δούμε αυτά τα προϊόντα και να τα απενεργοποιήσουμε, από μόνοι μας δεν θα μπορέσουμε να βγούμε από την πτώχευση…

Όποιος έχει αφαιρετική σκέψη ας διαβάσει τα σχόλια και θα αναγνωρίσει τις αιτίες της κρίσης!

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Ιδού η Ορθοδοξία!


Στο βιβλίο μου Σοκ και Δέος κάνω μια συστηματική, πλήρη και συνοπτική περιγραφή της διδασκαλίας της ορθοδόξου εκκλησίας. Εκεί εμφανίζονται και διδασκαλίες οι οποίες είναι αδιανόητες για τα αυτιά ενός σύγχρονου χριστιανού. Αρκετοί λοιπόν τέτοιοι σύγχρονοι χριστιανοί, που δεν ασχολήθηκαν ποτέ στα σοβαρά με το θέμα, με κατηγόρησαν ότι τα παραλέω ή ότι δεν είμαι ακριβής. ( Κανείς βέβαια γνώστης των θεμάτων δεν ισχυρίσθηκε κάτι τέτοιο.)

Αυτές τις μέρες έμαθα ένα γεγονός, το οποίο πέρασε στα ψιλά, το οποίο επιβεβαίωσε όσα σκέπτομαι για το μέλλον της ορθόδοξης εκκλησίας, αν και πρέπει να πω ότι με αιφνιδίασε η ταχύτητα με την οποία συνέβη. Ετέθη σε αργία ένας λόγιος κληρικός, τον οποίο είχα γνωρίσει από τα γραπτά του, και πρόσφατα τον γνώρισα και προσωπικά, γιατί έκανε το μέγιστο των παραπτωμάτων: Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κοινώνησε σε καθολική εκκλησία κατά την διάρκεια καθολικής θείας κοινωνίας! Αυτή του η πράξη προκάλεσε, σε χρόνο ρεκόρ, εδώ ξαφνιάστηκα, την παύση του που μάλλον θα επισύρει και την καθαίρεσή του!

Δεν θα σχολιάσω την πράξη της εκκλησίας αν είναι σωστή ή όχι γιατί δεν είναι δικό μου θέμα. Θέλω να παρακαλέσω τον αναγνώστη να σκεφτεί το τι σημαίνει αυτό. Ο κληρικός τιμωρήθηκε γιατί κοινώνησε σε μια άλλη χριστιανική εκκλησία. Αυτό έγινε γιατί, όπως λέει το Πιστεύω, μόνο μια εκκλησία υπάρχει και αυτή είναι βέβαια η ορθόδοξη. Τα δε μυστήρια της καθολικής εκκλησίας δεν είναι μόνο άκυρα αλλά είναι και μιαρά και όποιος συμμετέχει σε αυτά όχι μόνο δεν παίρνει θεία χάρη, αλλά μολύνεται, αμαρτάνει έτσι που αν είναι κληρικός καθαιρείται αν δε είναι λαϊκός δεν μπορεί να γίνει κληρικός. (Αυτά τα λεν οι κανόνες) Για σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό. Τι άλλο παρά το γεγονός ότι ο Θεός, όταν ένας ορθόδοξος κληρικός τον “καλεί” να τελέσει μια θεία λειτουργία, έρχεται και την τελεί. Αν όμως είναι καθολικός κληρικός τότε κάνει πως δεν ακούει και …δεν έρχεται!

Επί χίλια χρόνια άπειροι καθολικοί κληρικοί καθημερινά τελούν την θεία λειτουργία και τα άλλα μυστήρια, και, κατά τους ορθοδόξους, ο Θεός τους ακούει παγερά αδιάφορος ενώ είναι εύκολος στο να ακούσει και τον πλέον (ενδεχομένως) διεφθαρμένο ορθόδοξο κληρικό! Βέβαια ο Θεός κάνει και κάποιες εξαιρέσεις, γιατί ακούει τους καθολικούς κληρικούς όταν κάνουν το βάπτισμα. Έχω και μερικές απορίες, π.χ. εφόσον η ιεροσύνη των καθολικών είναι άκυρη και η κληρικοί απλοί λαϊκοί, άραγε αν ένα παιδάκι καθολικό, παίζοντας, κάνει μια βάπτιση, αυτή θα θεωρηθεί έγκυρη; Και πως γίνεται να μην “μπερδεύεται” ο Θεός από το γεγονός ότι ορισμένοι ορθόδοξοι θεωρούν και το βάπτισμα των καθολικών άκυρο ενώ άλλοι το θεωρούν έγκυρο; Αυτά και άλλα παρόμοια θα πρέπει να μας εξηγήσουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι, αλλά …κάνουν την πάπια…

Για να είμαστε ειλικρινείς δεν κάνουν ακριβώς την πάπια, αλλά εξωθούν το παιχνίδι με τις λέξεις στα όριά του έτσι ώστε και ο σκύλος ολόκληρος, να μην φαίνονται ότι αρνούνται το Πιστεύω, και η πίτα ολόκληρη, να φαίνονται ότι δεν παραλογίζονται. Και όποιον πείσουν.

Η τιμωρία του συγκεκριμένου κληρικού αποδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο της ορθόδοξης εκκλησίας. Μπορεί να είναι αποτρόπαιο αλλά είναι συνεπές, το μόνο που είναι συνεπές με την θεολογία της, με το Πιστεύω. Όλα τα άλλα, τα …προοδευτικά είναι ψεύτικα, είναι απατηλά, είναι οι αυτοδικαιωτικές φαντασιώσεις διαφόρων σχετικών ή ασχέτων με την χριστιανική θεολογία.

Εκτιμώ ότι στο άμεσο μέλλον, αυτό το σκληρό πρόσωπο θα κυριαρχήσει και θα αποβάλει από την εκκλησία όλα τα προοδευτικά πρόσωπα. Εκτιμώ ότι αυτό είναι νομοτέλεια στις πάσης φύσεως σέκτες…

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Επιστήμη και Πτώση



Μια και μιλάμε για Επιστήμη και Θρησκεία παραθέτω μια επιστολη που έστειλα στο περιοδικό Σύναξη ως σχόλιο σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, και όπου πιστεύω ότι οριοθετώ αρκετά καλά την σχέση θρησκείας και επιστήμης πάνω σε ένα συγκεκριμένο, και επίμαχο θέμα. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο επόμενο τεύχος (114) της Σύναξης και βέβαια δεν έλαβε κάποια, μέχρι στιγμής, απάντηση.

κ. Διευθυντά,


Στο τεύχος 113 της Σύναξης διάβασα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Θεόφιλου Αμπατζίδη με τίτλο, Το αίνιγμα του κακού και η σύγχρονη θεολογική του ερμηνευτική. Κατ’ αρχάς θα ήθελα να τον συγχαρώ για το γεγονός ότι τολμά να τοποθετηθεί γραπτώς για ένα θέμα το οποίο, όπως σημειώνει, μοιάζει με αναμμένο κάρβουνο. Θα μπορούσα να σχολιάσω πολλά σημεία του άρθρου, όμως επιλέγω να ασχοληθώ μόνο με ένα που ίσως είναι και το κεντρικότερο για τις σκέψεις που παρουσιάζει. Και συγκεκριμένα στο ερώτημα αν η επιστήμη καθιστά υποχρεωτική την αντιμετώπιση της Πτώσης ως μη ιστορικό γεγονός.

Η απάντηση του κ. Αμπατζίδη είναι αρνητική και αυτή του την τοποθέτηση προσπαθεί να την τεκμηριώσει με ορισμένα επιχειρήματα κάτι που δίνει την δυνατότητα για την ανάπτυξη ενός σχετικού διαλόγου στον οποίο θέλω να ανταποκριθώ ώστε το υπό εξέταση θέμα να φωτισθεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Πιστεύω ότι το θέμα είναι αρκούντως σοβαρό ώστε να πρέπει να το αντιμετωπίζει κανείς με την ανάλογη σοβαρότητα και συνέπεια κάτι το οποίο διακρίνει κανείς σε όλο το άρθρο. Για τον σκοπό αυτό θα εξετάσω την διδασκαλία για την Πτώση λίγο πιο αναλυτικά ώστε να γίνει κατανοητό ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και έτσι ο αναγνώστης του περιοδικού να αξιολογήσει ανάλογα τα επιχειρήματα του κ. Αμπατζίδη.

Αρχικά πρέπει να επισημάνω ότι η επιστήμη, ως επιστήμη, δεν θέτει κανένα θέμα στην θεολογία γιατί η επιστήμη δεν ασχολείται με θεολογικά θέματα. Από όσο ξέρω, και είμαι σε θέση να ξέρω, καμιά επιστημονική έρευνα δεν έγινε με στόχο να αποδειχθεί ή να διαψευσθεί η εκκλησιαστική διδασκαλία για την Πτώση, και δεν είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι στο μέλλον θα συμβεί κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα δεν τίθεται σε επίπεδο επιστήμης και θεολογίας. Πλην όμως υπάρχει πράγματι πρόβλημα και ο λόγος είναι ο εξής: Η εκκλησιαστική διδασκαλία για την Πτώση αποτελείται από δύο τμήματα. Από μία μεταφυσική διδασκαλία-θεωρία και από μία θεολογική διδασκαλία.

Η μεταφυσική διδασκαλία αναφέρεται στον τρόπο ύπαρξης του φυσικού κόσμου από την στιγμή της Δημιουργίας μέχρι την Πτώση και από την Πτώση μέχρι σήμερα, ενώ αντιστοίχως η θεολογική αναφέρεται στο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Η εκκλησιαστική διδασκαλία για την προ της Πτώσεως κατάσταση του φυσικού κόσμου είναι μια τυπικά μεταφυσική διδασκαλία γιατί αναφέρεται στον τρόπο που είναι την εποχή εκείνη ο φυσικός κόσμος και τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον προικίζει, (συνοπτικά απουσία θανάτου) δεν είναι αποτέλεσμα παρατήρησης αλλά προκύπτει έμμεσα δια λογικών συλλογισμών. Δεν υπάρχει κανείς μάρτυρας εκείνης της εποχής. Οι πατέρες μιλούν για την εποχή εκείνη αξιοποιώντας χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και από τις αντιλήψεις περί της θεότητας, τις οποίες θεωρούσαν ως απολύτως δεδομένες.

Στις μέρες μας υπάρχει και η θεωρία του βιώματος του εκκλησιαστικού σώματος, κάτι που επικαλείται και ο κ. Αμπατζίδης, πλην όμως το βίωμα δεν έχει μία και μοναδική ερμηνεία και κάθε αποδεκτή ερμηνεία έχει μεταφυσικό χαρακτήρα και κατ’ ουδένα τρόπο συνιστά αποδεικτικό της ορθότητας της όποιας μεταφυσικής μας επιλογής. Ανάλογα θα πρέπει να σημειώσω ότι και κάθε επιστημονική θεωρία που αναφέρεται στην αρχή του σύμπαντος (και όχι μόνο) έχει και αυτή μεταφυσικό χαρακτήρα, όπως γνωρίζει καλά όποιος έχει ασχοληθεί με την φιλοσοφία της επιστήμης. (π.χ. βλ. στο, Εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Επιστήμης, Clark Glymour, Ο Ρεαλισμός και η Φύση των Θεωριών, σελ. 139 κ.ε., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2005) Επομένως δεν συνιστά μειονέκτημα της εκκλησιαστικής διδασκαλίας το γεγονός ότι έχει μεταφυσικό χαρακτήρα. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα προβλήματα ανακύπτουν εκ του γεγονότος ότι μεταφυσική δεν σημαίνει αυθαιρεσία. Μια μεταφυσική διδασκαλία ή αντίστοιχα θεωρία κρίνεται εκ της λογικής της πληρότητας και αυτοσυνέπειας και από την συμβατότητά της με τα παρατηρησιακά δεδομένα, τα οποία στην πραγματικότητα ενισχύουν ή εξασθενούν την αυτοσυνέπειά της.

Το πρόβλημα λοιπόν της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για την Πτώση έγκειται στο γεγονός ότι πλήθος παρατηρησιακών, δηλαδή εμπειρικών, δεδομένων που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, όπως αναγνωρίζει και ο κ. Αμπατζίδης, συγκρούονται βίαια με την εκκλησιαστική μεταφυσική διδασκαλία για τον φυσικό κόσμο πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου. Η Πτώση, δηλαδή το σημείο αλλαγής δεν συνιστά το κέντρο της μεταφυσικής διδασκαλίας αλλά είναι λογική συνέπειά της. Χωρίς την Πτώση η μεταφυσική αυτή διδασκαλία της Εκκλησίας δεν θα ήταν συμβατή με τον κόσμο που βλέπουμε. Το θέμα λοιπόν δεν είναι γιατί στα παρατηρησιακά δεδομένα τα οποία αναφέρονται στο παρελθόν δεν “βλέπουμε” την Πτώση, δηλαδή την αλλαγή κατάστασης, αλλά το ότι τα δεδομένα αυτά είναι ασύμβατα με τα φυσικά χαρακτηριστικά της προπτωτικής κατάστασης του φυσικού κόσμου, έτσι όπως τα οραματίζεται η εκκλησιαστική διδασκαλία.

Ο αναγνώστης θα διευκολυνθεί στην κατανόηση του θέματος αν διακρίνει το μεταφυσικό από το υπερφυσικό, έννοιες που δυστυχώς συνήθως χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Μεταφυσική μπορεί να είναι μια άποψη ή μια θεωρία, όχι ένα γεγονός. Μεταφυσική είναι μια διήγηση, μια ερμηνεία για ένα γεγονός το οποίο μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε υπερφυσικό. Ένα φυσικό γεγονός μπορεί να ερμηνεύεται είτε φυσικά είτε μεταφυσικά, (στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο πάντα υπεισέρχεται η μεταφυσική) ενώ ένα υπερφυσικό γεγονός ερμηνεύεται πάντα μεταφυσικά. Η μεταφυσική είναι φιλοσοφία και επεκτείνεται πάντα πέρα από τα τυπικά επιστημονικά όρια. Υπερφυσικό είναι πάντα ένα γεγονός το οποίο δεν είναι ερμηνεύσιμο με βάση τις υπάρχουσες γνώσεις. Φυσικά τίποτα δεν αποκλείει την πιθανότητα κάτι που σήμερα χαρακτηρίζεται ως υπερφυσικό στο μέλλον να ανήκει στην κατηγορία των φυσικών γεγονότων.

Η Πτώση λοιπόν είναι ένα υπερφυσικό γεγονός, η περιγραφή όμως της προπτωτικής κατάστασης είναι μια μεταφυσική θεωρία. Η Ανάσταση του Χριστού είναι επίσης ένα υπερφυσικό γεγονός και ερμηνεύεται και αυτή πάντα μεταφυσικά. Και εύλογα και η Πτώση και η Ανάσταση και τα όποια άλλα υπερφυσικά γεγονότα στα οποία πιστεύουν οι χριστιανοί ή οι άλλες θρησκείες δεν μπορούν αν είναι αντικείμενο επιστημονικής εξέτασης. Μπορούν όμως να είναι αντικείμενα φιλοσοφικής (δηλαδή μεταφυσικής) και θεολογικής έρευνας, όπως και είναι. Η έρευνα αυτή άπτεται κυρίως του νοήματος των υπερφυσικών γεγονότων. Η θεολογία λοιπόν της Πτώσης ή της Ανάστασης αυτονοήτως είναι εκτός των ενδιαφερόντων της επιστημονικής έρευνας, αν και μπορεί να εμπίπτουν στα προσωπικά ενδιαφέροντα κάποιων επιστημόνων.

Με τα παραπάνω γίνεται φανερό η άποψη ότι η επιστημονική λογική μας υποχρεώνει απριόρι να απορρίψουμε την Πτώση ή την Ανάσταση ή άλλα ανάλογα πιστεύω είναι λάθος και άσχετη με το θέμα μας, που είναι η αυτοσυνέπεια και η συμβατότητα με τα παρατηρησιακά δεδομένα, της μεταφυσικής διδασκαλίας της εκκλησίας αναφορικά με τον τρόπο που υπήρχε ο κόσμος πριν από την Πτώση. Φυσικά αν δεν υπάρχει προπτωτική κατάσταση δεν υπάρχει και Πτώση, πλην όμως το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βλέπουμε το αποτύπωμα της Πτώσης αλλά ότι δεν βλέπουμε το αποτύπωμα της προπτωτικής κατάστασης. Και κατά μείζονα λόγο δεν ισχύει το αντίστροφο. Μπορεί κανείς να δουλεύει με την επιστημονική μέθοδο και να πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού ή όποιο άλλο υπερφυσικό γεγονός. Δεν μπορεί όμως να δέχεται μια μεταφυσική θεωρία η οποία να οδηγεί σε παραλογισμούς.

Αντίστοιχα το αναστημένο σώμα του Χριστού συνιστά ένα υπερφυσικό γεγονός και είναι αναμενόμενο να ερμηνεύεται μόνο μεταφυσικά και ενδεχομένως να μην ανιχνεύεται από τα επιστημονικά όργανα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό είναι αμφίβολο, αν πράγματι το σώμα αυτό είναι υλικό. Εδώ όμως έχουμε παιχνίδι με τις λέξεις. Ένα σώμα που περνά μέσα από τοίχους δεν μπορεί να είναι υλικό, με τον συνήθη τρόπο που εννοούμε την λέξη υλικός. Πιθανόν να αποτελείται από ύλη άλλου τύπου, αλλά τίποτα δεν αποκλείει να ανιχνεύεται με κάποια εξελιγμένα επιστημονικά όργανα. Όλη αυτή η συζήτηση για τις λεπτομέρειες ενός υπερφυσικού γεγονότος για το οποίο έχουμε μόνο ασαφείς πληροφορίες έχει καθαρά εικοτολογικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να συνιστά κριτήριο για τον έλεγχο μιας μεταφυσικής πρότασης η οποία αναφέρεται στο ιστορικό παρελθόν του σύμπαντος, το αποτύπωμα του οποίου είναι έγκυρα παρατηρησιακά δεδομένα.

Πιο πολύ ενδιαφέρον έχει η συζήτηση για την εσχατολογική κατάσταση. Και εδώ έχουμε μια μεταφυσική πρόταση για το πώς θα είναι το σύμπαν κάποια στιγμή στο μέλλον. Η (χριστιανική) μεταφυσική αυτή πρόταση αναγνωρίζει ένα σαφές σημείο καμπής, όπου το παλαιό αντικαθίσταται από το νέο. Ο παλαιός κόσμος χάνεται και υπάρχει μόνο ο νέος. Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η τεχνολογία του παλαιού κόσμου δεν θα μπορεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά ή την παρουσία του νέου. Βέβαια μια και πιθανολογούμε ελεύθερα, τίποτα δεν αποκλείει οι κάτοικοι του νέου κόσμου να έχουν επιστήμη και τεχνολογία νέου τύπου που να ανιχνεύει τον εαυτό τους.

Μπορεί άραγε το εύλογο της παραπάνω πρότασης να καταστήσει εύλογη μια ανάλογη πρόταση που να αναφέρεται στο παρελθόν; Υπάρχει ένα θέμα το οποίο πιθανόν ο κ. Αμπατζίδης δεν το έχει προσέξει. Στα έσχατα υπάρχει μια και μόνο κατάσταση των όντων. Δεν νομίζω ότι κάποιος θεολόγος μπορεί να ισχυρισθεί ότι στα έσχατα θα υπάρχουν και τα έσχατα και τα τωρινά. Δεν μπορεί όμως να ισχύει το ίδιο και για την αρχέγονη κατάσταση, έτσι όπως την οραματίζεται ο κ. Αμπατζίδης. Μπορεί πράγματι να διατυπώσει κανείς μια μεταφυσική πρόταση για τον φυσικό κόσμο κατά την οποία ο αρχέγονος κόσμος βρίσκεται σε μια τέτοια φυσική κατάσταση έτσι ώστε να μην αφήνει αποτύπωμα στην δική μας επιστημονική έρευνα, να μην αφήνει παρατηρησιακά, για εμάς, δεδομένα. Το ερώτημα είναι τι γίνεται με τα υπαρκτά αποτυπώματα, τα παρατηρησιακά δεδομένα ενός άλλου κόσμου, του δικού μας, τα οποία μας κατακλύζουν και τελικά μας αναγκάζουν να κάνουμε όλη αυτήν την συζήτηση.

Τα αποτυπώματα του δικού μας κόσμου είναι απτά και δεν μπορούν να αγνοηθούν και επομένως θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στην αρχέγονη κατάσταση υπήρχαν ταυτόχρονα δύο κόσμοι, μιλώντας απλουστευτικά, ένας όπου το λιοντάρι έτρωγε το πρόβατο και ένας όπου όλοι ήταν χορτοφάγοι. Θα πρέπει λοιπόν ο κ. Αμπατζίδης να μας προτείνει μια πλήρη και αυτοσυνεπή μεταφυσική πρόταση όπου θα συνυπάρχουν αρμονικά οι δύο κόσμοι χωρίς να καταφύγει στην αυθαίρετη επιστημονική και θρησκευτική φαντασία. Θα πρέπει να πει κάτι πολύ πολύ περισσότερο από το, η Πτώση “δεν πραγματώνεται σε μία στιγμή αλλά στοιχεί προς τον χρόνο της κοσμικής Δημιουργίας.” Γιατί αν μπορούμε να φανταζόμαστε ελεύθερα κόσμους που δεν ανιχνεύονται και στους οποίους δίνουμε ότι ιδιότητες μας εξυπηρετούν, μπορούμε να φαντασθούμε ότι και τώρα υπάρχει ένας άλλος κόσμος στο οποίο όλα όσα ισχυρίζεται η χριστιανική διδασκαλία αληθεύουν και ένας άλλος κόσμος στον οποίο ζούμε όλοι εμείς. Μια τέτοια πρόταση σίγουρα είναι πολύ πιο οικονομική, δηλαδή ικανοποιεί το περίφημο κριτήριο του Όκκαμ…

Ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι αφενός μεν συνολικά η γραμμή σκέψης του κ. Αμπατζίδη είναι προβληματική γιατί αναφέρεται σε επιστήμη και θεολογία ενώ το θέμα που συζητά είναι θέμα πληρότητας και συνέπειας μιας συγκεκριμένης μεταφυσικής πρότασης και αφετέρου η λύση που προτείνει δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα τυχόν λύνει. Πλην όμως η μεταφυσική είναι μεταφυσική και ελέγχεται με την αυτοσυνέπειά της, αλλά η αυτοσυνέπεια είναι κάτι το σχετικό. Μπορεί κανείς να χαλαρώσει τα κριτήριά του όσο θέλει έτσι ώστε να μπορεί να πιστεύει στην δική του μεταφυσική.

Αυτό είναι μια πραγματικότητα και για τον λόγο αυτό γίνονται αποδεκτά από διάφορες ομάδες ανθρώπων και τα πιο απίθανα πιστεύω. Δεν προτίθεμαι να λύσω το πρόβλημα για λογαριασμό των θεολόγων, αλλά πιστεύω ότι είναι καιρός και οι χριστιανοί θεολόγοι να δουν τα πιστεύω τους τέτοια που είναι. Μια ακόμα διήγηση που ανέπτυξε η ανθρωπότητα στην προσπάθειά της να απαντήσει τα υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων. Μια διήγηση ανάμεσα σε πολλές άλλες. Μια διήγηση που στο παρελθόν ίσως πλεονεκτούσε έναντι κάποιων άλλων, σήμερα όμως μειονεκτεί εμφανώς.

Μπορεί αυτό να είναι ταπεινωτικό, αλλά υποτίθεται ότι ο χριστιανικός δρόμος είναι η οδός της ταπεινώσεως. Μπορώ όμως να ισχυρισθώ ότι αυτός ο δρόμος είναι δρόμος που μπορεί να έχει ζωή.

Ευχαριστώ για την φιλοξενία,

Αρσένιος Μέσκος