Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Το κύμα



Το κείμενο αυτό είναι η εισαγωγή από την παρουσίαση του βιβλίου Σοκ και Δέος στο βιβλιοπωλείο του Αρμού στην Αθήνα.

Σε αυτήν την παρουσίαση αισθάνομαι ότι πρέπει να μπω κατ’ ευθείαν στο ψαχνό, παρακάμπτοντας τα εισαγωγικά. Για ποιον λοιπόν λόγο έγραψα αυτό το βιβλίο; Τι κάνω δημοσιεύοντάς το; Απαντώ σε αυτό το ερώτημα στον Επίλογο, αλλά κάπως συγκαλυμμένα. Δεν λέγονται πάντα όλα ανοικτά. Τώρα όμως λέω ξεκάθαρα ότι με το βιβλίο αυτό πετάω το γάντι σε όλους τους θεολόγους, κληρικούς κλπ και μάλιστα σε ολόκληρο το φάσμα, από τους πλέον συντηρητικούς έως τους πλέον προοδευτικούς, και τους λέω: Έχει ήδη γραφεί το τέλος της χριστιανικής θεολογίας, ως συνεπούς διδασκαλίας που θα μπορούσε να ελκύσει ένα σοβαρό και σημαντικό τμήμα της ελληνικής και όχι μόνο κοινωνίας. Το τέλος του συνεπούς μονοθεϊσμού είναι ήδη εδώ! Ο πυρήνας χριστιανικής διδασκαλίας, η θεολογική διδασκαλία για τον Χριστό, η διδασκαλία της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου είναι, αν το πω ευγενικά, άνευ νοήματος, αν το πω ευθέως είναι λανθασμένη!
Προσέξτε παρακαλώ πως θέτω το θέμα: Δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η θεότητα του Χριστού. Αυτό το έκαναν ήδη τόσοι άλλοι που δεν χρειάζεται να προστεθεί ακόμα ένας άλλος αμφισβητίας. Η θεότητα δεν αμφισβητείται. Οι αφρικανοί την παρομοιάζουν με τον χαμαιλέοντα και δεν έχουν άδικο. Την θεότητα δεν μπορείς να την πιάσεις, να την κρίνεις, την πιστεύεις ή την απορρίπτεις. Στο βιβλίο αυτό θέτω θανατηφόρα ερωτήματα όσον αφορά την θεολογική διδασκαλία της χριστιανικής εκκλησίας περί του Χριστού, που είναι μια συγκεκριμένη και σαφώς καταγεγραμμένη θεολογική κατασκευή και ως τέτοια μπορεί ευλόγως και νομίμως να κριθεί. Το ερώτημα αν η θεότητα του Χριστού μπορεί να επιζήσει έξω από την διδασκαλία της χριστιανικής εκκλησίας, είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο καθένας απαντά προσωπικά και για τον εαυτό του.
Λοιπόν δεν έχω χάσει το μυαλό μου, ούτε την αίσθηση του μέτρου. Καταλαβαίνω πολύ καλά το πόσο υπερφίαλα ακούγονται τα λόγια αυτά στα αυτιά των ανθρώπων που κινούνται στον εκκλησιαστικό χώρο. Αν τολμώ να γίνομαι τόσο προκλητικός αυτό δεν γίνεται γιατί υποτιμώ ή ακόμα χειρότερα περιφρονώ τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνω τα ερωτήματα τα οποία αναπτύσσω διεξοδικά στο βιβλίο. Πιστεύω όμως ότι είμαι ένα απλό κλικ πιο μπροστά από αυτούς. Και αυτό είναι θέμα καθαρά συγκυρίας, τυχαίνει να είμαι ένα κλικ πιο μπροστά από αυτούς.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 ένα κύμα σαρώνει τις ακτές της ελληνικής Ορθοδοξίας. Οι ιδιοκτήτες παραλιακών οικοπέδων με πολλούς τρόπους κρύβουν το γεγονός. Βοήθησαν σε αυτό και γεγονότα που συνέβησαν σε άλλες χώρες –αναφέρομαι στην κατάρρευση του κομουνισμού, τα οποία δημιούργησαν αντιπερισπασμούς. Πλην όμως όλοι όσοι κατοικούν στις παραλίες της ελληνικής Ορθοδοξίας διαισθάνονται, έστω και ασαφώς την απειλή που συνιστά αυτό το κύμα. Όμως κάνουν σαν να μην υπάρχει, συνεχίζουν να ασχολούνται με την ρουτίνα τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Μερικοί βέβαια πιο θαρραλέοι του ρίχνουν μια ματιά, κάτι προσπαθούν να πουν, έτσι όμως που να μην ταραχθεί η ρουτίνα της παραλίας. (Καθώς έγραφα αυτές τις σκέψεις πληροφορήθηκα ότι τουλάχιστον άλλοι δύο θεολόγοι εργάζονται σε σχετικά παράλληλες διευθύνσεις. Είναι βέβαιο ότι το θέμα δεν σταματά σε εμένα.)
Φαίνεται ότι όταν εμφανίσθηκε εγώ ήμουν ήδη μέσα στην θάλασσα, ίσως δεν πρόφθανα να βγω στην ξηρά και έτσι σκαρφάλωσα επάνω του και καθώς βλέπω τους ανθρώπους στην παραλία να καμώνονται ότι δεν συμβαίνει τίποτα, τους φωνάζω ε! ξυπνήστε, δεν είναι όνειρο αυτό που βλέπετε και δεν θα περάσει, γιατί, πρέπει να σημειωθεί, οι άνθρωποι της παραλίας είναι εθισμένοι στο να ζουν στον κόσμο της φαντασίας… Τολμώ λοιπόν και μιλώ και δεν διστάζω να γίνω προκλητικός γιατί ξέρω καλά ότι δεν είμαι εγώ αυτός που προκαλεί αλλά είναι η εποχή που ζούμε, είναι η ίδια η ζωή. Δεν είμαι εγώ αυτός που γυμνώνει τον βασιλιά αλλά είμαι αυτός που αρνείται να κλείσει τα μάτια του και να κάνει πως δεν βλέπει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός… Και βέβαια αφού προσπαθώ να δω είναι εύλογο να βλέπω λίγο περισσότερο από αυτούς που κάνουν ότι μπορούν για να μην δουν και επομένως ότι βλέπουν ή αισθάνονται, το βλέπουν και το αισθάνονται σχεδόν …κατά λάθος!
Τι είναι όμως αυτό το κύμα; Αν ήταν τόσο αυτονόητη η απάντηση τότε θα ήταν και πολλοί άλλοι που θα το καβαλούσαν παρέα με μένα. Ίσως το κλικ για το οποίο μίλησα να είναι η αγάπη μου για την ιστορία. Όχι σαν μια αφηρημένη έννοια που κυκλοφορεί σε θεολογικά γραπτά, αλλά με την βαθιά αίσθηση ότι εγώ και εσείς είμαστε απολήξεις ιστορικών διαδρομών και θέλοντας και μη τις κουβαλάμε μέσα μας με πολλούς τρόπους. Και αυτές οι διαδρομές αρχίζουν από πολύ παλιά. Το ένδοξο Βυζάντιο ήταν μια τυπική θεοκρατία. Αν την ελληνική κοινωνία του μεσαίωνα την φαντασθούμε σαν ένα σώμα, τότε τον ρόλο του σκελετού τον έπαιζε η αυτοκρατορία και τον ρόλο της σάρκας τον έπαιζε η εκκλησία. Αλληλένδετα, σάρκα χωρίς σκελετό ίσον τίποτα και αντιστρόφως. Η δυστυχία της ελληνικής κοινωνίας ήταν ότι σταδιακά έχανε πότε την σάρκα και πότε τον σκελετό της! Κάποια στιγμή φάνηκε ότι αυτά τα δύο συνεργάζονται άψογα, αλλά γρήγορα ο σκελετός άρχισε να καταρρέει. Όταν χάθηκε ο σκελετός ένα μέρος των λειτουργιών του, το εντελώς αναγκαίο το ανέλαβε ένας ξένος σκελετός, η οθωμανική αυτοκρατορία και το υπόλοιπο το αναπλήρωσε η φαντασία, στερεώνοντας την σάρκα πάνω σε φανταστικά στηρίγματα. Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα.
Όταν όμως απέκτησε η ελληνική κοινωνία δικό της σκελετό, άρχισε να αναπτύσσεται και νέα σάρκα. Η νέα ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε να δεχθεί μια νέου τύπου θεοκρατία. Νέες δυνάμεις προσπαθούν να διώξουν στο περιθώριο τους φανταστικούς σκελετούς που διατήρησε η τουρκοκρατία και να αναλάβουν αυτές τις τύχες τους έθνους. Δεν ήταν δυνατόν αυτό να συμβεί αναιμάκτως. Ο εκκλησιαστικός χώρος έδωσε μια σειρά μεγάλων και πολυετών μαχών προκειμένου να υπερασπισθεί την δεσπόζουσα θέση του στην ελληνική κοινωνία. Μπορώ να διακρίνω τρεις τέτοιους μεγάλους κύκλους προσπαθειών.
Ο πρώτος ήταν λαϊκός με αποκορύφωμα το κίνημα του Παπουλάκου. Γρήγορα κατέληξε σε αδιέξοδο. Ο δεύτερος ήταν πολύ πιο συστηματικός, ήταν το κίνημα των χριστιανικών οργανώσεων. Μετά από αρκετές δεκαετίες κατέληξε και αυτός σε αδιέξοδο. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, όσο μεγάλες ήταν και οι επενδύσεις που στηρίχθηκαν σε αυτόν. Όμως γρήγορα βρέθηκε η αιτία του κακού: για όλα φταίνε ο ηθικισμός, ο πιετισμός, η βαβυλώνια αιχμαλωσία της Ορθοδοξίας στην δυτική θεολογία. Ξεκίνησε λοιπόν ένας νέος κύκλος προσπαθειών για μια αποκατάσταση της αρχαίας τάξης. Όχι όμως πλέον σε επίπεδο κοινωνικό, αλλά ιδεολογικό, θεολογικό. Το νέο ρεύμα προσπάθησε να ανοιχθεί στην ελληνική κοινωνία, να την επηρεάσει και γιατί όχι, να την γονιμοποιήσει. Η ταυτόχρονη αναγέννηση του μοναχισμού εξασφάλιζε το ότι το νέο κίνημα δεν ήταν μόνο λόγια, αλλά συνοδευόταν και από έργα.
Το κίνημα αυτό όμως ξεφούσκωσε πολύ πιο γρήγορα από το κίνημα των οργανώσεων. Δεν διήρκεσε ούτε μια γενιά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 τα πράγματα έδειχναν ότι κάτι δεν πάει καλά, η δημιουργική πνοή στέρεψε και σε θεωρητικό και σε πρακτικό επίπεδο. Πλην όμως δεν υπάρχει κάποιος στον οποίο να ρίξουμε το σφάλμα, δεν υπάρχει το σημείο αναφοράς στο οποίο θα μπορούσαμε να καταφύγουμε. Αφήσαμε τις οργανώσεις, επιστρέψαμε στις ρίζες, στους πατέρες, στην ορθοδοξία, στο μοναστήρι και το αποτέλεσμα και πάλι απογοήτευση. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλη διέξοδος από το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, φταίνε οι κακοί ιερείς, οι κακοί επίσκοποι, οι κακοί ηγούμενοι και οι ανυπάκουοι υποτακτικοί…
Ε λοιπόν εγώ, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν το έφαγα αυτό το παραμύθι! Νομίζω ότι μόνο σε αυτό διαφέρω. Τα υπόλοιπα είναι πλέον αυτό που λένε ιστορία. Αν αρχίσεις να αναρωτιέσαι και αν συμβεί να αρχίσεις να αναρωτιέσαι την εποχή που τα τελευταία τείχη που χωρίζουν την ελληνική κοινωνία από το περιβάλλον εξαφανίζονται και αν στην θέση των τειχών αυτών εγκαθίσταται η κοινωνία της πληροφορίας, τότε δεν μπορεί παρά να δεις και αν δεις θα μιλήσεις, έστω και αν χρειαστεί να περιμένεις πολλά χρόνια, πριν μπορέσεις να το κάνεις αυτό με ασφάλεια. Και τότε θα δεις και θα πεις ότι το μόνο που φταίει για την διάψευση των ελπίδων είναι το γεγονός ότι η Εκκλησία αντί να λατρεύει τον Αλήθεια, λατρεύει το ψέμα, ένα ψέμα που καλλιέργησε από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε στην ύπαρξη.
Μια σκληρή αλήθεια που άλλοι λαοί, ευνοημένοι από την ιστορία, έκαναν αιώνες για να την χωνέψουν, ενώ εμείς καλούμαστε να κάνουμε το ίδιο μέσα σε μια γενιά! Σε κάθε κοινωνία υπάρχει ένας αριθμός ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται είτε για την αλήθεια είτε για το ψέμα. Η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων διατηρεί στην ζωή και τις πιο ακραίες θρησκείες. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Πολλοί θρησκεύουν γιατί πιστεύουν ότι η Εκκλησία ταυτίζεται με την Αλήθεια, δεν πιστεύουν απλώς για να πιστεύουν αλλά πιστεύουν στην αλήθεια αυτού που πιστεύουν. Το κύμα λοιπόν για το οποίο μιλώ σαρώνει αυτήν την πίστη, την λογικότητα, την συνέπεια, την αληθινότητα της ορθόδοξης πίστης σε μια στιγμή που οι ορθόδοξοι κοιτούν αμήχανα το αδιέξοδο της τρίτης μεγάλης προσπάθειας για επανένταξη της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία.
Είναι το λεγόμενο timing! Δεν φθάνει να είσαι ένα κλικ πιο μπροστά από τους άλλους πρέπει να συμβαίνει και την κατάλληλη στιγμή.
Όλοι νοιώθουν αυτόν τον καταστροφικό συγχρονισμό. Πολλές φορές διάφοροι μου είπαν: Δεν μπορεί, ο Θεός κάτι θα δείξει. Μερικοί περίμεναν από εμένα την διέξοδο. Κάποιος έγραφε: Σωστά αυτά που λέει ο π. Αρσένιος στον Πλανήτη της Θεολογίας, θα πρέπει όμως να μας πει και την απάντηση, την διέξοδο από το αδιέξοδο. Έρχομαι λοιπόν σήμερα να πω ότι δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδο και να παραθέσω πολλαπλά επιχειρήματα που στηρίζουν αυτήν την άποψη. Έρχομαι να πετάξω το γάντι προς όλους και να πω, αν μπορείτε, βρείτε την λύση, γιατί απλά δεν φοβάμαι μήπως το σηκώσει κάποιος και …με νικήσει! Αν κάποιος με νικήσει και βρει την λύση, θα του είμαι ευγνώμων! Ναι και για μένα δεν είναι καθόλου ευχάριστο να καταρρέει αυτό που πίστεψα και αφιέρωσα την ζωή μου.
Θεωρώ όμως ότι έχω κάθε δικαίωμα, ακόμα και υποχρέωση, να μάχομαι την στάση της υποκριτικής φυγής, δηλαδή το να παριστάνει κανείς το ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, την στάση των περισσότερων θεολόγων και άλλων εκκλησιαστικών οι οποίοι μιλούν, ως έχοντες ιδιαίτερη γνώση, περί παντός επιστητού, την στιγμή που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τα θεμέλια της πίστης τους. Πολύ περισσότερο γιατί πιστεύω και εν καιρώ θα αποδείξω ότι αυτή η υποκρισία έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, όχι μόνο των ανθρώπων του εκκλησιαστικού χώρου, αλλά ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έχει σημασία αν δεν θρησκεύουμε, το θρησκευτικό ψέμα μας επηρεάζει όλους.
Μπορεί ο σημερινός έλληνας να μην θρησκεύει, αλλά τα θρησκευτικά ερωτήματα τον απασχολούν με την ίδια, αν όχι περισσότερη, ένταση που τον απασχολούσαν και στο παρελθόν. Δεν θρησκεύει γιατί είναι απογοητευμένος από τις παραδοσιακές θρησκείες. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι η θεολογία και ο θεολογικός προβληματισμός κάθε άλλο παρά οδεύουν σε ένα τέλος. Και αναρωτιέμαι ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι οποίοι θα εκφράσουν και θα καλλιεργήσουν αυτόν τον στοχασμό. Και αναρωτιέμαι: υπάρχει άραγε θεολογία η οποία να …έπεσε από τον ουρανό; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι, το αποδεικνύει η ιστορία της χριστιανικής θεολογίας. Κάθε νέο θεολογικό βήμα πατάει στην ήδη υπάρχουσα θεολογική σκέψη.
Επομένως και η θεολογία την οποία έχουμε ανάγκη, δεν μπορεί να πέσει από τον ουρανό, δεν μπορεί παρά να πατήσει πάνω στην ήδη υπάρχουσα θεολογική σκέψη. Μια σύγχρονη θεολογία δεν μπορεί να είναι χριστιανική αλλά δεν μπορεί και να αγνοεί τον χριστιανισμό. Δεν νομίζω λοιπόν ότι η ανάγκη του σύγχρονου έλληνα για θεολογικές κατανοήσεις και νοηματοδοτήσεις μπορεί να καλυφθεί με μια θεολογία που ξεκινά από το μηδέν. Δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια θεολογία, γιατί κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ μέχρι τώρα. Έχω λοιπόν την άποψη ότι οι σύγχρονοι θεολόγοι έχουν ευρύτατο πεδίο δράσης μόλις ξεπεράσουν τα όρια του ειδωλοποιημένου παρελθόντος.
Αυτός είναι ο δρόμος στον οποίο πιστεύω. Το Σοκ και Δέος είναι το πρώτο μέρος της εργασίας μου και στοχεύει να δείξει την απόλυτη ανάγκη της υπέρβασης των ορίων. Ελπίζω σύντομα να ακολουθήσει το δεύτερο μέρος το οποίο αφενός μεν θα εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στην κριτική της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά θα διαβαίνει τα όρια και θα δίνει απαντήσεις, θα προσφέρει ιδέες για την διέξοδο από τα αδιέξοδο του παρελθόντος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και εντελώς πρωτότυπες. Θα υπάρξει και συνέχεια, για την οποία όμως δεν θέλω να μιλήσω από τώρα.

2 σχόλια:

  1. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι... δυνατό να έχουμε φάει τέτοιο δούλεμα? Και όμως...Θέλαμε παντρειά χωρίς να ελένξουμε τον γαμπρό...Ώρα να πάρουμε διαζύγιο από το παραμύθι... Όσοι πιστοί προσέλθετε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν πρέπει να υποτιμάς την δύναμη της προπαγάνδας, αλλά και το γεγονός ότι πίσω από κάθε θρησκεία υπάρχει το βίωμα που σε ένα κάποιο βαθμό είναι υπαρκτό. Έτσι μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ...φάγαμε το δούλεμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή