Μια και μιλάμε για Επιστήμη και Θρησκεία παραθέτω μια επιστολη που έστειλα στο περιοδικό Σύναξη ως σχόλιο σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, και όπου πιστεύω ότι οριοθετώ αρκετά καλά την σχέση θρησκείας και επιστήμης πάνω σε ένα συγκεκριμένο, και επίμαχο θέμα. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο επόμενο τεύχος (114) της Σύναξης και βέβαια δεν έλαβε κάποια, μέχρι στιγμής, απάντηση.
κ. Διευθυντά,
Στο τεύχος 113 της Σύναξης διάβασα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Θεόφιλου Αμπατζίδη με τίτλο, Το αίνιγμα του κακού και η σύγχρονη θεολογική του ερμηνευτική. Κατ’ αρχάς θα ήθελα να τον συγχαρώ για το γεγονός ότι τολμά να τοποθετηθεί γραπτώς για ένα θέμα το οποίο, όπως σημειώνει, μοιάζει με αναμμένο κάρβουνο. Θα μπορούσα να σχολιάσω πολλά σημεία του άρθρου, όμως επιλέγω να ασχοληθώ μόνο με ένα που ίσως είναι και το κεντρικότερο για τις σκέψεις που παρουσιάζει. Και συγκεκριμένα στο ερώτημα αν η επιστήμη καθιστά υποχρεωτική την αντιμετώπιση της Πτώσης ως μη ιστορικό γεγονός.
Η απάντηση του κ. Αμπατζίδη είναι αρνητική και αυτή του την τοποθέτηση προσπαθεί να την τεκμηριώσει με ορισμένα επιχειρήματα κάτι που δίνει την δυνατότητα για την ανάπτυξη ενός σχετικού διαλόγου στον οποίο θέλω να ανταποκριθώ ώστε το υπό εξέταση θέμα να φωτισθεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Πιστεύω ότι το θέμα είναι αρκούντως σοβαρό ώστε να πρέπει να το αντιμετωπίζει κανείς με την ανάλογη σοβαρότητα και συνέπεια κάτι το οποίο διακρίνει κανείς σε όλο το άρθρο. Για τον σκοπό αυτό θα εξετάσω την διδασκαλία για την Πτώση λίγο πιο αναλυτικά ώστε να γίνει κατανοητό ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και έτσι ο αναγνώστης του περιοδικού να αξιολογήσει ανάλογα τα επιχειρήματα του κ. Αμπατζίδη.
Αρχικά πρέπει να επισημάνω ότι η επιστήμη, ως επιστήμη, δεν θέτει κανένα θέμα στην θεολογία γιατί η επιστήμη δεν ασχολείται με θεολογικά θέματα. Από όσο ξέρω, και είμαι σε θέση να ξέρω, καμιά επιστημονική έρευνα δεν έγινε με στόχο να αποδειχθεί ή να διαψευσθεί η εκκλησιαστική διδασκαλία για την Πτώση, και δεν είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι στο μέλλον θα συμβεί κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα δεν τίθεται σε επίπεδο επιστήμης και θεολογίας. Πλην όμως υπάρχει πράγματι πρόβλημα και ο λόγος είναι ο εξής: Η εκκλησιαστική διδασκαλία για την Πτώση αποτελείται από δύο τμήματα. Από μία μεταφυσική διδασκαλία-θεωρία και από μία θεολογική διδασκαλία.
Η μεταφυσική διδασκαλία αναφέρεται στον τρόπο ύπαρξης του φυσικού κόσμου από την στιγμή της Δημιουργίας μέχρι την Πτώση και από την Πτώση μέχρι σήμερα, ενώ αντιστοίχως η θεολογική αναφέρεται στο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Η εκκλησιαστική διδασκαλία για την προ της Πτώσεως κατάσταση του φυσικού κόσμου είναι μια τυπικά μεταφυσική διδασκαλία γιατί αναφέρεται στον τρόπο που είναι την εποχή εκείνη ο φυσικός κόσμος και τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον προικίζει, (συνοπτικά απουσία θανάτου) δεν είναι αποτέλεσμα παρατήρησης αλλά προκύπτει έμμεσα δια λογικών συλλογισμών. Δεν υπάρχει κανείς μάρτυρας εκείνης της εποχής. Οι πατέρες μιλούν για την εποχή εκείνη αξιοποιώντας χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και από τις αντιλήψεις περί της θεότητας, τις οποίες θεωρούσαν ως απολύτως δεδομένες.
Στις μέρες μας υπάρχει και η θεωρία του βιώματος του εκκλησιαστικού σώματος, κάτι που επικαλείται και ο κ. Αμπατζίδης, πλην όμως το βίωμα δεν έχει μία και μοναδική ερμηνεία και κάθε αποδεκτή ερμηνεία έχει μεταφυσικό χαρακτήρα και κατ’ ουδένα τρόπο συνιστά αποδεικτικό της ορθότητας της όποιας μεταφυσικής μας επιλογής. Ανάλογα θα πρέπει να σημειώσω ότι και κάθε επιστημονική θεωρία που αναφέρεται στην αρχή του σύμπαντος (και όχι μόνο) έχει και αυτή μεταφυσικό χαρακτήρα, όπως γνωρίζει καλά όποιος έχει ασχοληθεί με την φιλοσοφία της επιστήμης. (π.χ. βλ. στο, Εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Επιστήμης, Clark Glymour, Ο Ρεαλισμός και η Φύση των Θεωριών, σελ. 139 κ.ε., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2005) Επομένως δεν συνιστά μειονέκτημα της εκκλησιαστικής διδασκαλίας το γεγονός ότι έχει μεταφυσικό χαρακτήρα. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα προβλήματα ανακύπτουν εκ του γεγονότος ότι μεταφυσική δεν σημαίνει αυθαιρεσία. Μια μεταφυσική διδασκαλία ή αντίστοιχα θεωρία κρίνεται εκ της λογικής της πληρότητας και αυτοσυνέπειας και από την συμβατότητά της με τα παρατηρησιακά δεδομένα, τα οποία στην πραγματικότητα ενισχύουν ή εξασθενούν την αυτοσυνέπειά της.
Το πρόβλημα λοιπόν της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για την Πτώση έγκειται στο γεγονός ότι πλήθος παρατηρησιακών, δηλαδή εμπειρικών, δεδομένων που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, όπως αναγνωρίζει και ο κ. Αμπατζίδης, συγκρούονται βίαια με την εκκλησιαστική μεταφυσική διδασκαλία για τον φυσικό κόσμο πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου. Η Πτώση, δηλαδή το σημείο αλλαγής δεν συνιστά το κέντρο της μεταφυσικής διδασκαλίας αλλά είναι λογική συνέπειά της. Χωρίς την Πτώση η μεταφυσική αυτή διδασκαλία της Εκκλησίας δεν θα ήταν συμβατή με τον κόσμο που βλέπουμε. Το θέμα λοιπόν δεν είναι γιατί στα παρατηρησιακά δεδομένα τα οποία αναφέρονται στο παρελθόν δεν “βλέπουμε” την Πτώση, δηλαδή την αλλαγή κατάστασης, αλλά το ότι τα δεδομένα αυτά είναι ασύμβατα με τα φυσικά χαρακτηριστικά της προπτωτικής κατάστασης του φυσικού κόσμου, έτσι όπως τα οραματίζεται η εκκλησιαστική διδασκαλία.
Ο αναγνώστης θα διευκολυνθεί στην κατανόηση του θέματος αν διακρίνει το μεταφυσικό από το υπερφυσικό, έννοιες που δυστυχώς συνήθως χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Μεταφυσική μπορεί να είναι μια άποψη ή μια θεωρία, όχι ένα γεγονός. Μεταφυσική είναι μια διήγηση, μια ερμηνεία για ένα γεγονός το οποίο μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε υπερφυσικό. Ένα φυσικό γεγονός μπορεί να ερμηνεύεται είτε φυσικά είτε μεταφυσικά, (στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο πάντα υπεισέρχεται η μεταφυσική) ενώ ένα υπερφυσικό γεγονός ερμηνεύεται πάντα μεταφυσικά. Η μεταφυσική είναι φιλοσοφία και επεκτείνεται πάντα πέρα από τα τυπικά επιστημονικά όρια. Υπερφυσικό είναι πάντα ένα γεγονός το οποίο δεν είναι ερμηνεύσιμο με βάση τις υπάρχουσες γνώσεις. Φυσικά τίποτα δεν αποκλείει την πιθανότητα κάτι που σήμερα χαρακτηρίζεται ως υπερφυσικό στο μέλλον να ανήκει στην κατηγορία των φυσικών γεγονότων.
Η Πτώση λοιπόν είναι ένα υπερφυσικό γεγονός, η περιγραφή όμως της προπτωτικής κατάστασης είναι μια μεταφυσική θεωρία. Η Ανάσταση του Χριστού είναι επίσης ένα υπερφυσικό γεγονός και ερμηνεύεται και αυτή πάντα μεταφυσικά. Και εύλογα και η Πτώση και η Ανάσταση και τα όποια άλλα υπερφυσικά γεγονότα στα οποία πιστεύουν οι χριστιανοί ή οι άλλες θρησκείες δεν μπορούν αν είναι αντικείμενο επιστημονικής εξέτασης. Μπορούν όμως να είναι αντικείμενα φιλοσοφικής (δηλαδή μεταφυσικής) και θεολογικής έρευνας, όπως και είναι. Η έρευνα αυτή άπτεται κυρίως του νοήματος των υπερφυσικών γεγονότων. Η θεολογία λοιπόν της Πτώσης ή της Ανάστασης αυτονοήτως είναι εκτός των ενδιαφερόντων της επιστημονικής έρευνας, αν και μπορεί να εμπίπτουν στα προσωπικά ενδιαφέροντα κάποιων επιστημόνων.
Με τα παραπάνω γίνεται φανερό η άποψη ότι η επιστημονική λογική μας υποχρεώνει απριόρι να απορρίψουμε την Πτώση ή την Ανάσταση ή άλλα ανάλογα πιστεύω είναι λάθος και άσχετη με το θέμα μας, που είναι η αυτοσυνέπεια και η συμβατότητα με τα παρατηρησιακά δεδομένα, της μεταφυσικής διδασκαλίας της εκκλησίας αναφορικά με τον τρόπο που υπήρχε ο κόσμος πριν από την Πτώση. Φυσικά αν δεν υπάρχει προπτωτική κατάσταση δεν υπάρχει και Πτώση, πλην όμως το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βλέπουμε το αποτύπωμα της Πτώσης αλλά ότι δεν βλέπουμε το αποτύπωμα της προπτωτικής κατάστασης. Και κατά μείζονα λόγο δεν ισχύει το αντίστροφο. Μπορεί κανείς να δουλεύει με την επιστημονική μέθοδο και να πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού ή όποιο άλλο υπερφυσικό γεγονός. Δεν μπορεί όμως να δέχεται μια μεταφυσική θεωρία η οποία να οδηγεί σε παραλογισμούς.
Αντίστοιχα το αναστημένο σώμα του Χριστού συνιστά ένα υπερφυσικό γεγονός και είναι αναμενόμενο να ερμηνεύεται μόνο μεταφυσικά και ενδεχομένως να μην ανιχνεύεται από τα επιστημονικά όργανα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό είναι αμφίβολο, αν πράγματι το σώμα αυτό είναι υλικό. Εδώ όμως έχουμε παιχνίδι με τις λέξεις. Ένα σώμα που περνά μέσα από τοίχους δεν μπορεί να είναι υλικό, με τον συνήθη τρόπο που εννοούμε την λέξη υλικός. Πιθανόν να αποτελείται από ύλη άλλου τύπου, αλλά τίποτα δεν αποκλείει να ανιχνεύεται με κάποια εξελιγμένα επιστημονικά όργανα. Όλη αυτή η συζήτηση για τις λεπτομέρειες ενός υπερφυσικού γεγονότος για το οποίο έχουμε μόνο ασαφείς πληροφορίες έχει καθαρά εικοτολογικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να συνιστά κριτήριο για τον έλεγχο μιας μεταφυσικής πρότασης η οποία αναφέρεται στο ιστορικό παρελθόν του σύμπαντος, το αποτύπωμα του οποίου είναι έγκυρα παρατηρησιακά δεδομένα.
Πιο πολύ ενδιαφέρον έχει η συζήτηση για την εσχατολογική κατάσταση. Και εδώ έχουμε μια μεταφυσική πρόταση για το πώς θα είναι το σύμπαν κάποια στιγμή στο μέλλον. Η (χριστιανική) μεταφυσική αυτή πρόταση αναγνωρίζει ένα σαφές σημείο καμπής, όπου το παλαιό αντικαθίσταται από το νέο. Ο παλαιός κόσμος χάνεται και υπάρχει μόνο ο νέος. Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η τεχνολογία του παλαιού κόσμου δεν θα μπορεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά ή την παρουσία του νέου. Βέβαια μια και πιθανολογούμε ελεύθερα, τίποτα δεν αποκλείει οι κάτοικοι του νέου κόσμου να έχουν επιστήμη και τεχνολογία νέου τύπου που να ανιχνεύει τον εαυτό τους.
Μπορεί άραγε το εύλογο της παραπάνω πρότασης να καταστήσει εύλογη μια ανάλογη πρόταση που να αναφέρεται στο παρελθόν; Υπάρχει ένα θέμα το οποίο πιθανόν ο κ. Αμπατζίδης δεν το έχει προσέξει. Στα έσχατα υπάρχει μια και μόνο κατάσταση των όντων. Δεν νομίζω ότι κάποιος θεολόγος μπορεί να ισχυρισθεί ότι στα έσχατα θα υπάρχουν και τα έσχατα και τα τωρινά. Δεν μπορεί όμως να ισχύει το ίδιο και για την αρχέγονη κατάσταση, έτσι όπως την οραματίζεται ο κ. Αμπατζίδης. Μπορεί πράγματι να διατυπώσει κανείς μια μεταφυσική πρόταση για τον φυσικό κόσμο κατά την οποία ο αρχέγονος κόσμος βρίσκεται σε μια τέτοια φυσική κατάσταση έτσι ώστε να μην αφήνει αποτύπωμα στην δική μας επιστημονική έρευνα, να μην αφήνει παρατηρησιακά, για εμάς, δεδομένα. Το ερώτημα είναι τι γίνεται με τα υπαρκτά αποτυπώματα, τα παρατηρησιακά δεδομένα ενός άλλου κόσμου, του δικού μας, τα οποία μας κατακλύζουν και τελικά μας αναγκάζουν να κάνουμε όλη αυτήν την συζήτηση.
Τα αποτυπώματα του δικού μας κόσμου είναι απτά και δεν μπορούν να αγνοηθούν και επομένως θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στην αρχέγονη κατάσταση υπήρχαν ταυτόχρονα δύο κόσμοι, μιλώντας απλουστευτικά, ένας όπου το λιοντάρι έτρωγε το πρόβατο και ένας όπου όλοι ήταν χορτοφάγοι. Θα πρέπει λοιπόν ο κ. Αμπατζίδης να μας προτείνει μια πλήρη και αυτοσυνεπή μεταφυσική πρόταση όπου θα συνυπάρχουν αρμονικά οι δύο κόσμοι χωρίς να καταφύγει στην αυθαίρετη επιστημονική και θρησκευτική φαντασία. Θα πρέπει να πει κάτι πολύ πολύ περισσότερο από το, η Πτώση “δεν πραγματώνεται σε μία στιγμή αλλά στοιχεί προς τον χρόνο της κοσμικής Δημιουργίας.” Γιατί αν μπορούμε να φανταζόμαστε ελεύθερα κόσμους που δεν ανιχνεύονται και στους οποίους δίνουμε ότι ιδιότητες μας εξυπηρετούν, μπορούμε να φαντασθούμε ότι και τώρα υπάρχει ένας άλλος κόσμος στο οποίο όλα όσα ισχυρίζεται η χριστιανική διδασκαλία αληθεύουν και ένας άλλος κόσμος στον οποίο ζούμε όλοι εμείς. Μια τέτοια πρόταση σίγουρα είναι πολύ πιο οικονομική, δηλαδή ικανοποιεί το περίφημο κριτήριο του Όκκαμ…
Ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι αφενός μεν συνολικά η γραμμή σκέψης του κ. Αμπατζίδη είναι προβληματική γιατί αναφέρεται σε επιστήμη και θεολογία ενώ το θέμα που συζητά είναι θέμα πληρότητας και συνέπειας μιας συγκεκριμένης μεταφυσικής πρότασης και αφετέρου η λύση που προτείνει δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα τυχόν λύνει. Πλην όμως η μεταφυσική είναι μεταφυσική και ελέγχεται με την αυτοσυνέπειά της, αλλά η αυτοσυνέπεια είναι κάτι το σχετικό. Μπορεί κανείς να χαλαρώσει τα κριτήριά του όσο θέλει έτσι ώστε να μπορεί να πιστεύει στην δική του μεταφυσική.
Αυτό είναι μια πραγματικότητα και για τον λόγο αυτό γίνονται αποδεκτά από διάφορες ομάδες ανθρώπων και τα πιο απίθανα πιστεύω. Δεν προτίθεμαι να λύσω το πρόβλημα για λογαριασμό των θεολόγων, αλλά πιστεύω ότι είναι καιρός και οι χριστιανοί θεολόγοι να δουν τα πιστεύω τους τέτοια που είναι. Μια ακόμα διήγηση που ανέπτυξε η ανθρωπότητα στην προσπάθειά της να απαντήσει τα υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων. Μια διήγηση ανάμεσα σε πολλές άλλες. Μια διήγηση που στο παρελθόν ίσως πλεονεκτούσε έναντι κάποιων άλλων, σήμερα όμως μειονεκτεί εμφανώς.
Μπορεί αυτό να είναι ταπεινωτικό, αλλά υποτίθεται ότι ο χριστιανικός δρόμος είναι η οδός της ταπεινώσεως. Μπορώ όμως να ισχυρισθώ ότι αυτός ο δρόμος είναι δρόμος που μπορεί να έχει ζωή.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία,
Αρσένιος Μέσκος