
Κάποια μέρα βρέθηκα μέσα στα καζάνια της κόλασης! Για την ακρίβεια δεν ήταν μέρα, αλλά κατά τις 10 το βράδυ.
Ήταν να κάνω μια κάποια χειρουργική επέμβαση. Θα γινόταν λαπαροσκοπικά, θα κρατούσε λίγο και την άλλη μέρα θα έβγαινα από το νοσοκομείο. Μια και θα ήμουν στην Θεσσαλονίκη κανόνισα να κάνω μια σειρά από εργασίες και συναντήσεις. Αφού τακτοποίησα τις λεπτομέρειες, ήρθε η μία το μεσημέρι και με νάρκωσαν για την επέμβαση. Και ώ του θαύματος, όταν ξύπνησα ήμουν ...στην κόλαση.
Ήταν πήχτρα στο σκοτάδι, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, υπήρχε κάτι στο μούτρο μου και δεν καταλάβαινα τι, πονούσα φοβερά και ...το χειρότερο δίπλα μου άκουγα κάτι που έκανε θόρυβο, όπως κάνει μια τεράστια κατσαρόλα με νερό που κοχλάζει! Δεν μπόρεσα να μην αυτοσαρκασθώ: είσαι στα καζάνια της κόλασης!
Δεν έπεφτα και πολύ έξω. Κατά την διάρκεια της εγχείρισης, προφανώς από κάποια λάθος κίνηση, τρύπησε το διάφραγμα που χωρίζει τον πνεύμονα από την κοιλιακή χώρα, με αποτέλεσμα να μπει αέρας και να αχρηστευτεί ο αριστερός πνεύμονας, εξου και η δυσκολία στην αναπνοή και μια μάσκα οξυγόνου που κάλυπτε το πρόσωπο και με δυσκόλευε ακόμα περισότερο. Ακόμα όμως είμαστε στον Παράδεισο.
Η κόλαση ήταν ένα σωληνάκι, σκληρό, που η μια άκρη τρυπούσε τα πλευρά μου και έμπαινε στον χώρο του πνεύμονα, η δε άλλη κατέληγε σε μια συσκευή που δημιουργούσε μια χαμηλή υποπίεση ώστε μέσα από το σωληνάκι να αναροφηθεί ο αέρας που εμπόδιζε το πνευμόνι. Το σωληνάκι δημιουργούσε τον αφόρητο πόνο και η συσκευή το καζάνι που έβραζε. Και ήταν κόλαση γιατί συνδυάστηκε με ουρολοίμωξη που αντιμετωπίσθηκε με λανθασμένη αντιβίωση και κράτησε τρεις μέρες!
Ο καημένος έσκουζα, έκλαιγα, φώναζα βοήθεια και οι αθεόφοβες οι νοσοκόμες έλεγαν, ο γιατρός δεν έγραψε κάποιο άλλο παυσίπονο! Και με πιάναν και με κουνούσαν πέρα δώθε, γιατί λέει κινδύνευα, μένοντας ακίνητος, από πνευμονικό οίδοιμα...
Το σωληνάκι ήταν σαν ένα βέλος που μου τρύπησε τον θώρακα. Τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, με τον νου μου περιδιάβαινα τα πεδία των μαχών, μετά την μάχη. Έβλεπα τους πληγωμένους στρατιώτες να κείνται κάτω στο χώμα, ο ένας πάνω από τον άλλο και να υποφέρουν τον ίδιο πόνο με τον δικό μου. Σίγουρα πονούσαν περισότερο γιατί είχαν και άλλες πληγές, εμένα όμως μου έφτανε η μία, η δική μου.
Όχι όμως σε ένα περιποιημένο δωμάτιο νοσοκομείου, με την φραντίδα γιατρών και νοσοκόμων, αλλά κάτω στο χώμα κάτω από την καυτό ήλιο ή τον παγερό χειμώνα, χωρίς κανένα να τους φροντίζει, χωρίς καμιά ελπίδα, παρακαλώντας τον θάνατο να έρθει γρήγορα.
Τότε αισθάνθηκα με ιδιαίτερη ένταση ότι το πρόβλημα δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο δαιμονικά εξευτελιστικός και βασανιστικός τρόπος που επέρχεται για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Το έργο των υπερασπιστών του Θεού της αγάπης, θα ήταν πολύ ευκολότερο αν η διαδικασία του θανάτου ήταν λιγότερο απάνθρωπη.
Όμως πολύ συχνά είναι πολύ περισότερο απάνθρωπη από ότι εβίωσα και με τις πενιχρές μου δυνατότητες περιέγραψα. Και αυτή η απανθρωπιά, για μένα, φανερώνει ότι αυτοί που μιλούν για Θεό αγάπης, έχουν χάσει κάτι από την ανθρωπιά τους...
Από την άλλη, ο ίδιος ο οργανισμός μας, προκειμένου να ελαφρύνει την κατάσταση εκλύει χημικά στον εγκέφαλο που δημιουργούν παραισθήσεις... Δεν είναι το ίδιο να προκαλούμε παρόμοιες παραισθήσεις σε καταστάσεις υγείας!