Πριν από τριάντα χρόνια το hobby μου ήταν η ιστορία. Στην χρονιά που πέρασε διαπίστωσα ότι μπορεί να μην θυμάμαι τι έφαγα το μεσημέρι, θυμάμαι όμως αυτά που διάβασα πριν τριάντα χρόνια, γεγονός που είχε ως συνέπεια οι μαθητές μου να με παρακαλούν να τους διδάξω και την επόμενη χρονιά ιστορία… Προφανώς δεν βασιζόμουν αποκλειστικά στην μνήμη μου και έτσι την φρεσκάριζα δεόντως και κατά την διάρκεια ενός τέτοιου φρεσκαρίσματος, έπεσα σε μια περιγραφή του Οστρογκόρσκυ που με άφησε με ανοικτό το στόμα! Θα το είχα διαβάσει και παλιότερα, αλλά τότε είχα άλλες προτεραιότητες και άλλα πρόσεχα.
Η τύχη και η ατυχία του Βυζαντίου ήταν το γεγονός ότι η βασιλεία δεν ήταν ελέω Θεού κληρονομική δεσποτεία! Ο καθένας μπορούσε να γίνει αυτοκράτορας, χωρίς να είναι δεδομένο ότι ο γιός του θα τον κληρονομήσει. Αυτό έδινε την δυνατότητα σε ικανούς άρχοντες μέσα από δαρβινικές διαδικασίες να αναδεικνύονται αυτοκράτορες και να σώζουν το κράτος από τα χέρια ανικάνων αρχόντων. Καμιά φορά βέβαια συνέβαινε και το αντίστροφο. Εν πάση περιπτώσει οι αλλαγές στον θρόνο, όπως είναι γνωστό, ήταν πολύ συνήθεις. Αυτό που περιγράφει ο Οστρογκόρσκυ είναι το τι σήμαινε για την κρατική μηχανή η αλλαγή αυτοκράτορα. Ο νέος αυτοκράτορας συνοδευόταν από ένα λεφούσι ανθρώπων που στελέχωναν την κρατική μηχανή διώχνοντας τους εκλεκτούς του προηγούμενου βασιλιά. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν και επίσημο όνομα: ημετέριοι! Οι ημετέριοι είχαν ένα στόχο, τον προσωπικό τους πλουτισμό. Διέστε και την συνέχεια.
Επειδή γνωρίζαν ότι το μέλλον τους είναι άδηλο, είχαν ως κύριο μέλημά τους την επένδυση των χρημάτων που κέρδιζαν σε μεγάλα κτήματα στην επαρχία! Από την άλλη οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της επαρχίας είχαν σαν κύριό τους μέλημα να γίνουν ημετέριοι κάποιου αυτοκράτορα ώστε η οικονομική τους ισχύ να μεταφραστεί και σε πολιτική επιρροή! Υπήρχε λοιπόν μια αμφίδρομη κίνηση ημετερίων και γαιοκτημόνων που πολλές φορές ολοκληρώνονταν σε επιτυχείς επιγαμίες. Οι ικανοί αυτοκράτορες αντιδρούσαν στην αύξηση της δύναμης τέτοιων οικογενειών, αλλά από την εποχή των Κομνηνών και μετά η αύξηση της δύναμης των αρχόντων σε βάρος της κεντρικής εξουσίας και των πτωχών θεωρείται μια από τις αιτίες της παρακμής του κράτους.
Διέστε πάλι τι γράφει ο πιο αξιόλογος κατά την γνώμη μου δημοσιογράφος, Παύλος Τσίμας στα Νέα “…Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μπορεί στη Γερμανία η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία να μη συμπαρασύρει όλη την κορυφή της διοικητικής και δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, να μη σημαίνει αυτόματα αλλαγές σε χιλιάδες θέσεις ευθύνης, από τους διοικητές μεγάλων ΔΕΚΟ ώς τις διοικήσεις μικρών επαρχιακών νοσοκομείων (ώστε να ανταμειφθούν οι αγωνιστές της νικήτριας παράταξης για τους αγώνες τους) ούτε να μεταβάλλει όλο το δίκτυο των μετεχόντων στη μέσω του κράτους αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος, εδώ όμως είναι άλλα τα ήθη. Το κράτος ολόκληρο (και ο οικονομικός του ρόλος) υποτάσσεται στον νικητή των εκλογών. Και θα ήταν, γι΄ αυτό, πολύ επικίνδυνο να ζήσουμε τον χειμώνα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε συνθήκες πολιτικής και διοικητικής παράλυσης, που θα έφερνε η βεβαιότητα της επικείμενης γαλάζιας ήττας.
Αλλά, αν είναι έτσι, αξίζει να σκεφτεί κανείς: Μήπως, τελικά, δεν είναι η οικονομία το μέγα θέμα, το πραγματικό διακύβευμα αυτών των εκλογών; Μήπως- όσο κι αν τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε ζώνη υψηλού κινδύνου- στις 4 Οκτωβρίου δεν ψηφίζουμε με θέμα την οικονομία; Μήπως το θέμα αυτών των εκλογών είναι- ή θα έπρεπε να είναι- η ελπίδα αλλαγής του τρόπου που κυβερνάται η χώρα, αυτού του μοιραίου «ελληνικού τρόπου», όπου κόμμα, κράτος, διοίκηση και οικονομία συνυφαίνονται σε ένα κουβάρι πελατειακό και συφοριασμένο, που μας καταδικάζει στη ζώνη της πολιτικής υπανάπτυξης; Μήπως, δηλαδή, το «γιατί» των εκλογών, ο λόγος που έκανε τις πρόωρες εκλογές, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αναγκαίες κι αναπόφευκτες για εμάς, ενώ για τους Γερμανούς ήταν περιττές, ορίζει και το «πρέπει» των εκλογών αυτών; ”
Θα ήθελα να ρωτήσω τον κ. Τσίμα, μπορούμε να απαντήσουμε αποτελεσματικά στο καίριο αυτό ερώτημα χωρίς να δούμε τις αιτίες που το δημιούργησαν αλλά και το συντηρούν μέχρι σήμερα;
παραθέτω στην συνέχεια όλο το κείμενο του κ. Τσίμα
Το «γιατί» και το «πρέπει» των εκλογών
Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
Oι Γερμανοί ψηφίζουν στις 27 Σεπτεμβρίου, μία εβδομάδα πριν από εμάς. Η ημερομηνία δεν προέκυψε ξαφνικά, από αιφνιδιασμό ή πολιτική πρωτοβουλία. Ήταν γνωστή εδώ και τέσσερα χρόνια, από την ημέρα των προηγούμενων εκλογών. Και παρ΄ ότι η Γερμανία πλήττεται κι αυτή από την οικονομική κρίση, περισσότερο μάλιστα από ό,τι εμείς, και παρ΄ ότι κυβερνάται από μια ασταθή πλειοψηφία, που συγκροτεί η εύθραυστη συμμαχία δύο αντιπάλων κομμάτων, από κανενός το μυαλό δεν πέρασε πως η «εθνική ευθύνη» και το «συμφέρον της χώρας» απαγορεύουν μια «καταστροφική για την οικονομία μακρά προεκλογική περίοδο». Ούτε ότι, εν όψει οικονομικής κρίσης, χρειάζεται «ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου» και «νωπή εντολή». Κανείς δεν διανοήθηκε επίσπευση των εκλογών. Η κυβέρνηση, μήνες τώρα, κάνει τη δουλειά της και τα κόμματα τη δική τους. Εκείνη κυβερνά και ψάχνει μέτρα για την κρίση. Κι εκείνα επιδίδονται σε έναν σκληρό πολιτικό ανταγωνισμό, εν όψει μιας εκλογικής μάχης- που τελικά αποδεικνύεται πιο αμφίρροπη απ΄ ό,τι πίστευαν.
Τι από τα δύο συμβαίνει, λοιπόν; Έχει η κ. Μέρκελ στη Γερμανία μειωμένη αίσθηση ευθύνης; Ή, ο δικός μας, ο Καραμανλής, κόβει, ελεύθερα, το εθνικό συμφέρον στα μέτρα του; Η απάντηση είναι προφανής. Αλλά, όσο κι αν το πρόσχημα που χρησιμοποίησε- η ανάγκη, τάχα, μιας νωπής εντολής, επειδή έρχονται δύσκολα χρόνια και πρέπει να παταχθεί η φοροδιαφυγή, επί των ημερών του οποίου αποθρασύνθηκε, και να νοικοκυρευτούν οι κρατικές δαπάνες, τις οποίες ο ίδιος ξεχείλωσε είναι προφανώς απατηλό, η διαπίστωση Καραμανλή πως το κοινό συμφέρον επιβάλλει επίσπευση των εκλογών δεν είναι λαθεμένη.
Ήταν σωστή, αυτονόητη σχεδόν, η απόφαση να γίνουν τώρα εκλογές. Και οι λόγοι είναι, κυρίως, δύο.
O ένας είναι ότι υπήρχε διαπιστωμένη πολιτική αδυναμία διαχείρισης της κρίσης. Η αδυναμία δεν προέκυψε τώρα, από την απειλή των εκλογών, λόγω προεδρικού, σε πέντε μήνες. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η κυβέρνηση Καραμανλή βολοδέρνει χωρίς πυξίδα, αλλάζει, κάθε τόσο, ρότα και πλήρωμα, ράβει και ξηλώνει προσωρινά μέτρα, πολιτεύεται με τον νου στις δημοσκοπήσεις μάλλον, παρά στους οικονομικούς δείκτες, ψάχνοντας χαραμάδα ευκαιρίας για εκλογές. Στο μεταξύ, το χρέος κατέστη ανεξέλεγκτο, ο δανεισμός έχει χτυπήσει κόκκινο και η χώρα απειλείται με οιονεί στάση πληρωμών. Οι εκλογές δεν θα λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα, βεβαίως. Αλλά μια νέα και πιο αξιόπιστη κυβέρνηση θα έχει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών- εντός και εκτός συνόρων.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μπορεί στη Γερμανία η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία να μη συμπαρασύρει όλη την κορυφή της διοικητικής και δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, να μη σημαίνει αυτόματα αλλαγές σε χιλιάδες θέσεις ευθύνης, από τους διοικητές μεγάλων ΔΕΚΟ ώς τις διοικήσεις μικρών επαρχιακών νοσοκομείων (ώστε να ανταμειφθούν οι αγωνιστές της νικήτριας παράταξης για τους αγώνες τους) ούτε να μεταβάλλει όλο το δίκτυο των μετεχόντων στη μέσω του κράτους αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος, εδώ όμως είναι άλλα τα ήθη. Το κράτος ολόκληρο (και ο οικονομικός του ρόλος) υποτάσσεται στον νικητή των εκλογών. Και θα ήταν, γι΄ αυτό, πολύ επικίνδυνο να ζήσουμε τον χειμώνα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε συνθήκες πολιτικής και διοικητικής παράλυσης, που θα έφερνε η βεβαιότητα της επικείμενης γαλάζιας ήττας.
Αλλά, αν είναι έτσι, αξίζει να σκεφτεί κανείς: Μήπως, τελικά, δεν είναι η οικονομία το μέγα θέμα, το πραγματικό διακύβευμα αυτών των εκλογών; Μήπως- όσο κι αν τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε ζώνη υψηλού κινδύνου- στις 4 Οκτωβρίου δεν ψηφίζουμε με θέμα την οικονομία; Μήπως το θέμα αυτών των εκλογών είναι- ή θα έπρεπε να είναι- η ελπίδα αλλαγής του τρόπου που κυβερνάται η χώρα, αυτού του μοιραίου «ελληνικού τρόπου», όπου κόμμα, κράτος, διοίκηση και οικονομία συνυφαίνονται σε ένα κουβάρι πελατειακό και συφοριασμένο, που μας καταδικάζει στη ζώνη της πολιτικής υπανάπτυξης; Μήπως, δηλαδή, το «γιατί» των εκλογών, ο λόγος που έκανε τις πρόωρες εκλογές, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αναγκαίες κι αναπόφευκτες για εμάς, ενώ για τους Γερμανούς ήταν περιττές, ορίζει και το «πρέπει» των εκλογών αυτών;