Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

ΕΜΕΣΕΘ

(ημίχρονο της εισαγωγής)

Δεν το αρνούμαι, την ζωή μου την έχω περάσει κυρίως μόνος μου, αλλά όχι γιατί είμαι μοναχικός τύπος. Κάθε άλλο, απολαμβάνω τα μέγιστα την συναναστροφή μου με άλλους. Απλώς δεν βαριέμαι και όταν είμαι μόνος, περνάω μια χαρά …μαζί μου. Ακόμα και στην εποχή που ζούσα σχετικά απομονωμένος είχα πάντα πίστη και ελπίδα στην συνεργασία. Όσο μόνος έχω περάσει άλλο τόσο έχω αναζητήσει την συνεργασία.

Μάλιστα εκείνα τα χρόνια την ονειρευόμουν, ο τάλας, στα πλαίσια τα εκκλησιαστικά. Βλέποντας τα προβλήματα, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο φανταζόμουν ότι αν ενωνόταν οι εσωτερικές δυνάμεις της εκκλησίας, τότε και μόνο τότε θα είχαμε ελπίδα για επίλυσή τους. Όσοι ξέρουν, θα θυμούνται την φιλολογία για την συνοδικότητα της ορθοδοξίας και τα άλλα συναφή που ήταν τόσο αγαπητά στους κύκλους των προοδευτικών θεολόγων της εποχής εκείνης. Μερικοί ακόμα και σήμερα έχουν σχετικές φαντασιώσεις…

Πολύ νωρίς μου κόπηκε ο βήχας. Εκείνα τα χρόνια είχα συνήθεια να επισκέπτομαι όποιον άκουγα ότι ήταν αξιόλογος και έτσι σε ένα ταξίδι μου, περαστικός από την Αθήνα συνάντησα τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Του είπα και μου είπε πολλά και στο τέλος του ανέφερα και τις σκέψεις μου για μια ενδεχόμενη ενδοεκκλησιαστική συνεργασία. Μου το ξέκοψε τελείως. Στην εκκλησία δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν συνεργασίες, γιατί ο κάθε ένας έχει ως αλήθεια την δική του άποψη και δεν μπορεί να πάει με το λάθος, την άποψη του άλλου και μου ανέφερε κάποια χαρακτηριστικά την εποχή εκείνη περιστατικά από την ζωή του για να μου διασαφήσει γιατί αυτό που σκεπτόμουν ήταν φύσει αδύνατον.

Ήταν πολύ πειστικός και άφησα όλες τις σχετικές ιδέες. Στην συνέχεια κατάλαβα βαθύτερα και πληρέστερα τις αιτίες του προβλήματος, η διάθεση όμως δεν με εγκατέλειψε, μέχρις ότου κάποια στιγμή πριν από μια δεκαετία φάνηκε μια δυνατότητα συνεργασίας. Το αντικείμενο πλέον ήταν η σχέση της θεολογίας-θρησκείας με την επιστήμη. Η ενασχόλησή μου με το αντικείμενο αυτό, ήδη τότε για περίπου μια δεκαετία, με είχε πείσει τόσο για το εύρος του εν λόγω πεδίου, όσο και για την αδυναμία ενός ανθρώπου, οποιουδήποτε να το καλύψει μόνος του. …Ακόμα και εγώ …ήμουν λίγος! Η γνωριμία μου με κάποιους καλούς φίλους μου έδωσε κάποια ψιχία τέτοιας συνεργασίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μοιραζόμασταν την ίδια διάθεση να κάνουμε κάτι πιο σοβαρό.

Σοβαρό και Ελλάδα είναι κάτι το ασύμβατο, αλλά επειδή η επιθυμία δεν μας έφυγε καθώς τα χρόνια πέρασαν και άλλαξαν οι καταστάσεις, κάποια στιγμή αυτή η διάθεση πήρε νέα δυναμική. Ενεπλάκησαν και άλλοι φίλοι και στο τέλος γεννήθηκε η ΕΜΕΣΕΘ, Η Εταιρεία Μελέτης των Σχέσεων της Επιστήμης με την Θρησκεία, ένας μη κερδοσκοπικός σύλλογος με καθαρά ερευνητική και επιστημονική και θεολογική στόχευση, μακριά από κάθε δογματική ή άλλη δέσμευση.

Η ιδέα δεν είναι να προωθήσουμε κάποιες ιδέες, αλλά να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο στο οποίο οι ιδέες να έρχονται σε πραγματικό διάλογο. Τα θέματα στο χώρο αυτό είναι πάρα πολλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα από πολλές απόψεις. Η επαφή μας με την διεθνή βιβλιογραφία μας αποκάλυψε την ευρύτητα, σοβαρότητα και ποιότητα των σχετικών συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα στα ξένα πανεπιστήμια. Εδώ επικρατεί η πόλωση, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα. Αυτό το κενό θέλουμε να καλύψουμε και δεν είναι εύκολο, γιατί δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου στην κοινωνία μας.

Πάντως εμείς προσπαθούμε. Προτρέπω τον αναγνώστη να επισκεφθεί την ιστοσελίδα της ΕΜΕΣΕΘ για να πάρει μια ιδέα για αυτήν. http://www.emeseth.gr/portal/ Βέβαια είναι μια ερασιτεχνική προσπάθεια και έχει ατέλειες. Τι να κάνουμε, στην Ελλάδα είναι αδιανόητη η πιθανότητα χρηματοδότησης μιας τέτοιας προσπάθειας και επομένως όλα γίνονται από το περίσσευμα. Στην ιστοσελίδα υπάρχουν πληροφορίες για την δράση της ΕΜΕΣΕΘ, το καταστατικό της που φανερώνει αναλυτικά τους στόχους και τις επιδιώξεις της, αλλά και υλικό άρθρα και άλλα κείμενα που αναφέρονται με προβληματισμούς σχετικούς με το αντικείμενο της εταιρείας, υλικό το οποίο διαρκώς θα ανανεώνεται. Θα ήταν καλό όποιος ενδιαφέρεται να εγγραφεί στην ιστοσελίδα έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων. Ένα μέρος μένει προσιτό μόνο για τα μέλη της εταιρείας.

Αν κάποιος βρίσκει την ιδέα ενδιαφέρουσα θα ήταν …μια πολύ καλή κίνηση να έρθει κοντά μας, είτε φυσικά, αν ζει στην Αθήνα, είτε νοερά δηλαδή ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου για να βάλει και αυτός το λιθαράκι του σε αυτήν την προσπάθεια. Οι προϋποθέσεις και οι όροι αναφέρονται στο καταστατικό στην παρακάτω διεύθυνση.

http://www.emeseth.gr/portal/index.php?option=com_content&view=article&id=60:2009-09-13-14-44-51&catid=39:2009-07-09-18-57-15&Itemid=61

Ο λογότυπος της ΕΜΕΣΕΘ, στην φωτό, είναι προϊόν …συνεργασίας μελών της ΕΜΕΣΕΘ και της κ. Χρυσάνθης …ξεχνάω το επίθετό της, συζύγου φίλου και μέλους της ΕΜΕΣΕΘ)

(η συνέχεια της εισαγωγής στο ...δεύτερο ημίχρονο!)



Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ο μονάχος, μοναχός Αρσένιος!


(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Τώρα είναι αρκετά εύκολο να απαντήσω σε ένα ερώτημα που μου ετέθη άπειρες, κυριολεκτικά, φορές, από την αρχή της ιστορίας που διηγούμαι, μέχρι και σήμερα. Πως έγινε και έγινα μοναχός. Πράγματι η απόφασή μου αυτή προκάλεσε έκπληξη σε όσους με γνώριζαν, γιατί τίποτα δεν προδίκαζε μια τέτοια κίνηση. Και εγώ ακόμα, λίγο καιρό πριν το αποφασίσω, δεν το είχα καν σκεφτεί!
Όμως όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο είχα ήδη τρία χρόνια ίσως και περισσότερο που α-σκούσα την νοερά προσευχή και ήδη γευόμουν τους καρπούς της. Ο ψυχισμός μου είχε ισορροπήσει, ο συναισθηματικός μου κόσμος ήταν πλήρης και ήμουν ήδη, όπως και τώρα, άνθρωπος που κατευθύνεται από το αποτέλεσμα. Ενώ σε όλη την προηγούμενη ζωή μου ήμουν μόνιμα …ερωτευμένος κάποια στιγμή η ανάγκη ή η τάση προς το γυναικείο φύλο εξαφανίσθηκε γιατί στην θέση της υπήρχε ένα ισχυρός ανταγωνιστής.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι προσευχή με αυτόν τον τρόπο έχει ένα καθαρά ερωτικό χαρακτήρα. Αισθάνεσαι ότι δίνεις και παίρνεις αγάπη και βέβαια, όταν ζεις στην Ελλάδα του 1980 σε χριστιανικό περιβάλλον, το αντικείμενο της αγάπης, δεν θα είναι ούτε ο Αλλάχ, ούτε ο Κρίσνα, αλλά ο Χριστός! Και τουλάχιστον σε μένα, αυτή η σχέση είχε ένα σταθερό χαρακτήρα που έδιωχνε κάθε ανασφάλεια ή φόβο και κατά συνέπεια το να κινηθώ προς τον μοναχισμό ήταν η φυσική εξέλιξη. Αντίστοιχα και αυτή μου η απόφαση, για είκοσι ακριβώς χρόνια 1981-2001 δεν ετέθη ούτε κατ’ ελάχιστο υπό αμφισβήτηση και όλες οι επιλογές μου είχαν ένα και μοναδικό στόχο, να εξυπηρετούν αυτήν την πραγματικότητα.
Έτσι λοιπόν όταν η ένταση αυτού που στον εκκλησιαστικό χώρο ονομάζεται θείος έρως ξεπέρασε ένα κατώφλι, όλα άλλαξαν …και αποφάσισα να γίνω μοναχός! Μου ήταν εντελώς αδιάφορα όλα όσα συνιστούν το εξωτερικό περιτύλιγμα της σύγχρονης μοναχικής ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με δυσαρεστούσαν κιόλας! Απλώς δεν ήταν το κυρίως θέμα. Έγινα λοιπόν μοναχός γιατί πίστευα ότι αυτός ήταν ο δρόμος που θα ανέπτυσσε καλύτερα αυτό που ήδη είχα και όχι προσδοκώντας να αποκτήσω κάτι στην συνέχεια. Αυτό συνιστά τεράστια διαφορά σε σχέση με την συντριπτική πλειοψηφεία των ανθρώπων που γίνονται μοναχοί. Αυτή η επιλογή δεν ήταν αποτέλεσμα τόσο λογική σκέψης, όσο συντονισμός με τις εσωτερικές παρορμήσεις. Δυστυχώς δεν προβληματίσθηκα, δεν το έψαξα δεν αναζήτησα εναλλακτικούς δρόμους, κάτι που ήταν στην πραγματικότητα εκτός κάθε δυνατότητάς μου, την εποχή εκείνη. Προφανώς ήμουν καταδικασμένος που λένε …από χέρι!
Τραγικό λάθος, αλλά στην συνέχεια όλα έρχονται λες και ήταν προ-προγραμματισμένα. Μια λανθασμένη επιλογή και στην συνέχεια ατέλειωτη σειρά σωστών επιλογών, εκτός από μια ακόμα για την οποία δεν έχει νόημα να μιλήσω τώρα. Και πρώτη και καλύτερη το γεγονός ότι βρέθηκα ως μοναχός κάπου έξω από την Θεσσαλονίκη και όχι στο Άγιο Όρος! Γιατί εκεί άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια μου και είχα όλη την ευχέρεια κινήσεων ώστε να κάνω αυτό που μου φαινόταν πιο σωστό.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα την ευχέρεια να εξηγήσω πλήρως γιατί επεδίωκα την μόνωση, για ποιο λόγο τελικά βρέθηκα να ζω σε ένα ξύλινο καλύβι 4,5 μ. επί 5,5 μ. Και γιατί στην συνέχεια πάλι επέλεξα να μένω μόνος μου. Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια η ησυχία ήταν απαραίτητη για την επιτέλεση αυτού που ήταν το σημαντικότερο στοιχείο της ζωής μου. Προς το τέλος της περιόδου οι λόγοι ήταν πια άλλοι. Πάντως ήμουν ήδη αξιοθέατο! Ένας φωτογράφος που έβγαλε ένα άλμπουμ για την Μακεδονία έβαλε σε αυτό μια φωτογραφία μου και από κάτω είχε λεζάντα: Ο μονάχος, μοναχός Αρσένιος!
Φυσικά όλα αυτά τα χρόνια δεν πίστευα απλώς στον Θεό, …είχα σχέση μαζί Του, ή τουλά-χιστον έτσι νόμιζα! Αυτό ήταν και το λάθος ή η σωτηρία μου. Δεν είχα δισταγμό να σκεφτώ το οτιδήποτε, να θέσω στον εαυτό μου την οποιαδήποτε ερώτηση, να ψάξω το οποιοδήποτε θέμα. Έλεγα η πίστη μου δεν κινδυνεύει. Και πράγματι η ζωή μου συνεχιζόταν αταλάντευτη μέσα από μυθιστορηματικές περιπέτειες και δυσκολίες και εγώ ήμουν ένας μονίμως ευτυχής άνθρωπος. Ένας άλλος πνευματικός με κοιτούσε με απορία και έλεγε, μην λες έτσι, εννοώντας θα ματιαστείς, ή επί το πνευματικότερο, θα σε φθονήσει ο διάβολος! Πράγματι στα χρόνια αυτά σχεδόν, λέω σχεδόν γιατί ίσως υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις, δεν είμαι σίγουρος, δεν γνώρισα άλλον που να τον ζηλέψω.
(συνεχίζεται)

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Λίγα λόγια για την εργασία



Για πολλά χρόνια αφιέρωνα καθημερινά δύο ώρες για την προσευχή και τουλάχιστον άλλες δύο ώρες σε αυτήν την εργασία προετοιμασίας. Δεν ξεκινούσα την προσευχή αν δεν ολοκληρωνόταν αυτή η εργασία που είχε σαν σκοπό και τέλος την εξισορρόπηση του ψυχισμού. Στο τέλος της η προσευχή ερχόταν τελείως αβίαστα, φυσιολογικά και υπήρχε ένας θετικός κύκλος ανάδρασης. Η εργασία προετοίμαζε την προσευχή και η προσευχή καθιστούσε όλο και πιο αποδοτική την εργασία. Με την πάροδο των χρόνων φυσικά ο άνθρωπος ωριμάζει, ο ψυχισμός εξομαλύνεται και η ανάγκη για την εργασία αυτή περιορίζεται ως προαπαιτούμενο για την προσευχή. Παραμένει όμως πάντα κεντρικό στοιχείο της ζωής και της ζωής μου.

Μέσα σε αυτήν την εργασία μαθαίνει κανείς να διακρίνει, να αποφασίζει. Η αίσθηση που έχει για τα πράγματα διευρύνεται πλουτίζει, όχι με λογικές αναλύσεις, αλλά με μια εσωτερική πληροφορία για την οποία έχω μιλήσει πολλές φορές σε άλλα κείμενά μου. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία ο άνθρωπος “γνωρίζει” τι πρέπει να κάνει, βαδίζει με σταθερά βήματα στην ζωή του, παίρνει αποφάσεις που φαντάζουν πολύ δύσκολες αλλά γι’ αυτόν είναι προφανείς…

Υπάρχει η εντύπωση ότι η νοερά προσευχή πρέπει να καλλιεργείται στην απομόνωση. Η αλήθεια είναι ότι η νοερά προσευχή δεν μπορεί, είναι φύσει αδύνατον να καλλιεργηθεί στην απομόνωση. Τουλάχιστον για τα πρώτα, πολλά, χρόνια. Και ο λόγος είναι ότι την ποιότητά της και τα αποτελέσματά της τα καταλαβαίνει κανείς μόνο στην συναναστροφή με τους άλλους. Διαβάζοντας τα τελευταία χρόνια τα βιβλία του Ίρβιν Γιάλουμ κατανόησα ότι για μένα η συναναστροφή μου με τον οποιοδήποτε άλλο ήταν ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας όπου καθοριστικό ρόλο έπαιζε το εδώ και τώρα. Για χρόνια η παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο αντιδρούσα στην συμπεριφορά των άλλων απέναντι μου ήταν ο οδηγός και το κριτήριο για τον έλεγχο της ποιότητας της πνευματικής μου εργασίας. Η μόνωση, η απουσία συναναστροφών στερεί τον άνθρωπο από τις αφορμές εκείνες που θα του φανερώσουν τα σημεία στα οποία κανείς πάσχει.

Μέσα από τέτοιες διαδικασίες και τέτοιους τρόπους, η νοερά προσευχή ολοκληρώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου, του αναπτύσσει ένα υγιή ατομισμό, σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο εκκλησιαστικό σύστημα που βασίζεται στην εκμηδένιση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πατάει σε σταθερό έδαφος, έχει πλήρη συναίσθηση αυτού που θεωρεί ως αμαρτωλότητά του αλλά αυτό δεν τον προβληματίζει γιατί βιώνει ταυτόχρονα αυτό που θεωρεί ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Οι ανεξέλεγκτες ενοχές εξαφανίζονται. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στα ασκητικά βιβλία και στους εκτενείς βίους των αγίων που ακολούθησαν αυτήν την οδό, οι οποίοι όμως δεν είναι πολλοί. Πλην όμως είναι σκεπασμένα με τόσα άλλα στοιχεία που προέρχονται από την λανθασμένη ανθρωπολογία και κοσμολογία, που πια αμφιβάλω αν έχει νόημα για τον μέσο άνθρωπο η ενασχόληση με τα κείμενα αυτά.

Επειδή όλη αυτή η διαδικασία είναι μια διαρκής ακροβασία μεταξύ διαφορετικών έως αντιθέτων καταστάσεων αναπτύσσεται έντονη θεολογική συνείδηση. Η θεολογία από ένα αφηρημένο σύστημα γίνεται κάτι ουσιώδες, αναγκαίο στοιχείο για την κατανόηση και αξιολόγηση του βιώματος. Το βίωμα από μόνο του δεν έχει καμιά αξία, έχει αξία όταν είναι αληθινό και έχει πράγματι διαφορά σημαντικότατη το να είναι αληθινό ή όχι, όπως εξήγησα προηγουμένως. Η θεολογία, σταδιακά και αυθόρμητα έρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Η θεολογική ακρίβεια φαντάζει να είναι το απαραίτητο στοιχείο για την αληθινή πνευματικότητα. Αυτή η αντίληψη υπάρχει και στα εκκλησιαστικά βιβλία και την είχα ενστερνισθεί πλήρως, αλλά όπως έδειξε η συνέχεια είναι εντελώς λανθασμένη

Η χριστιανική θεολογία, αλλά και πρακτική, έχει ένα έντονο νεοπλατωνικό χαρακτήρα με συνέπεια την χαρακτηριστική υποτίμηση του σώματος. Και πράγματι στην όλη διαδικασία που περιγράφω το σώμα, τουλάχιστον επισήμως, δεν λαμβάνει μέρος. Σιωπηλώς συμμετέχει με την χρήση του κομποσκοινιού, πλην όμως η συμμετοχή αυτή είναι άτυπη. Αυτή η έλλειψη συνιστά το σημαντικότερο μειονέκτημα της μεθόδου που περιγράφω και ίσως να είναι η αιτία του μικρού ποσοστού επιτυχίας που εμφανίζει στο σύνολο των όσων την ασκούν. Και σε αυτό το σημείο μπορώ να ισχυρισθώ ότι στάθηκα τυχερός γιατί πολύ πριν μπω σε αυτήν την διαδικασία είχα μάθει, δεν ξέρω ούτε το πώς, ούτε το γιατί, να αισθάνομαι και να ακούω το σώμα μου και να λειτουργώ με αυτό. Έτσι δεν έχασα εντελώς την επαφή με αυτό, κάτι που είναι πλέον πολύ σημαντικό. (Συνεχίζεται)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Περί πλάνης ο λόγος!

(Ας λάβει υπ’ όψη του ο αναγνώστης ότι έχω δουλέψει και την πλάνη χειρός και την μηχανική πλάνη…)

Σε αυτήν την κατάσταση ο νους δεν παύει να λειτουργεί, η αίσθηση του εαυτού δεν χαλαρώνει ούτε χάνεται, απλά η προσοχή είναι έντονα στραμμένη προς το “φως” και όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι σκέψεις που τυχόν γίνονται ακόμα και οι πράξεις, είπαμε ότι μετά από κάποια χρόνια μπορεί κανείς να έρθει σε αυτήν την κατάσταση κάνοντας διάφορα άλλα πράγματα, γίνονται είτε μηχανικά είτε χωρίς να προσελκύουν την προσοχή. Το ότι ο νους, δηλαδή η λογική σκέψη δεν παύει να λειτουργεί έχει την σημασία της και συμβάλει στην εξέλιξη του εαυτού.

Οι επιπτώσεις όλης αυτής της κατάστασης στην προσωπικότητα είναι παραπάνω από εμφανείς. Κατ’ αρχάς επέρχεται μια συναισθηματική πληρότητα η οποία σταδιακά εκμηδενίζει τις ενυπάρχουσες ανασφάλειες και αποκαθιστά την εσωτερική ισορροπία του ψυχισμού. Αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι η όλη αυτή διαδικασία γίνεται αβίαστα, φυσικά, φυσιολογικά. Το επισημαίνω αυτό γιατί στον χώρο του μοναχισμού πολλές φορές οι μοναχοί προσπαθούν να βιώσουν αυτήν την κατάσταση κατά ένα εκβιαστικό τρόπο, τότε τα αποτελέσματα είναι εντελώς τα αντίθετα…

Αυτό το “φως” κυριολεκτικά φωτίζει την ύπαρξη και έτσι ο νους βλέπει τον εσωτερικό κόσμο σε ένα ιδιαίτερο, θα έλεγα μοναδικό βάθος και μοναδική καθαρότητα. Κατά την διάρκεια της προσευχής ότι η ένταση του “φωτός” αυξομειώνεται ανάλογα με ποιο τμήμα της ύπαρξης φωτίζει, ή αλλιώς ανάλογα με το είδος των εσωτερικών κινήσεων που συμβαίνουν στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου ή των σκέψεων που ελκύουν την εσωτερική προσοχή του νου. Διακρίνει κανείς διαρκώς περισσότερο τα του εσωτερικού του κόσμου, τις ανωμαλίες, τα προβλήματα, τις πηγές έντασης και ταραχής, είτε πηγάζουν από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό.

Η όλη διαδικασία συχνά πυκνά, αν όχι πάντα συνοδεύεται με δάκρυα. Αυτό είναι ένα μυστήριο πράγμα γιατί κανείς κλαίει χωρίς προφανή …λυπητερό λόγο. Αρχικά μπορεί να κλαίει με αισθητά δάκρυα, δηλαδή να δακρύζουν τα μάτια του, αλλά σταδιακά τα μάτια δεν δακρύζουν όμως έχει την αίσθηση ότι κλαίει. Και κλαίει …ευτυχισμένα! Τα δάκρυα αυτά έχουν τις ίδιες συνέπειες που έχουν τα συνήθη δάκρυα, εξισορροπούν τον ψυχισμό, ανακουφίζουν την ένταση, γίνονται δάκρυα χαράς και αγάπης, αναπόσπαστο στοιχείο της όλης κατάστασης. Και ο ψυχισμός αλλάζει. Αλλάζει γιατί και εκτός της κατάστασης της προσευχής ο νους, δηλαδή η λογική σκέψη αποκτά μια βαθειά αίσθηση όλων των ψυχικών καταστάσεων. Ένοιωθα σαν όλο το υποσυνείδητο να έρχεται στο φως του συνειδητού.

Είναι απίστευτο το πόσα πολλά κανείς καταλαβαίνει από τον εαυτό του, πόσο πολλά αισθάνεται, με τι ταχύτητα λειτουργούνται όλα αυτά και εντέλει, όλα καταλήγουν στο να μαθαίνει σταδιακά να ελέγχει τον εσωτερικό του κόσμο. Όσο περισσότερο κατανοεί κανείς τον εαυτό του, τόσο περισσότερο κατανοεί και τους άλλους. Η εσωτερική αίσθηση επεκτείνεται και σταδιακά αποκτά την ξεκάθαρη αίσθηση του ναι και του όχι. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί στην όλη αυτή ιστορία ελλοχεύει ο απλοϊκός συναισθηματισμός, η κατάπτωση σε μια άλλη κατάσταση που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται πλάνη. Αυτό καθιστά καθοριστικής σημασίας την διαδικασία ελέγχου και μέσα από αυτήν την διαδικασία ο άνθρωπος μαθαίνει να κάνει τις σωστές ερωτήσεις και να δίνει τις ανάλογες απαντήσεις.

Στα εκκλησιαστικά κείμενα για την διάκριση της αλήθειας από την πλάνη στην πνευματική ζωή χρησιμοποιείται μια ορολογία που κρύβει τις βαθιές πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται οι λέξεις αυτές. Όλα όσα έχω ήδη πει είναι καθαρά ψυχικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές καταστάσεις. Εν τούτοις μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικές ποιότητες και αυτή η διαφοροποίηση είναι μας επιτρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ της “αληθινής” πνευματικής κατάστασης και της “πλάνης”. Η βιωματική αίσθηση την “αλήθειας” και της “πλάνης” που έχει κανείς είναι εντελώς ξεκάθαρη, είναι βέβαια ξεκάθαρη όταν κανείς έχει γευθεί και τις δύο καταστάσεις.

Πως μπορούμε να τις περιγράψουμε; Νομίζω ότι υπάρχει ένα κριτήριο που διακρίνει τα πράγματα. Είπαμε ότι πρόκειται για μια κίνηση εσωτερική που παράγει αισθήματα και συναισθήματα. Η υγιής κίνηση είναι στραμμένη προς τα έξω, έχει κανείς την αίσθηση ότι κοιτά αλλού, σε κάποιον άλλο, η όλη κίνηση είναι μια κίνηση προς τα “εκεί” και γίνεται για χάριν του άλλου. Ο νους, η αυτοσυνειδησία, καθώς παρατηρεί τις διάφορες καταστάσεις που βιώνει, δεν κρίνει δεν αξιολογεί δεν ασχολείται με το τι αισθάνεται το εγώ. Ο έλεγχος γίνεται μετά. Την ώρα της προσευχής η στροφή της προσοχής προς τον εαυτό, με σκοπό την αναζήτηση των ευχάριστων συναισθημάτων είναι το πρώτο βήμα προς την διολίσθηση στην αρρωστημένη κατάσταση. Η ολοκλήρωση αυτής της στροφής προς το εγώ είναι η διαμονή, ο εγκλωβισμός της προσοχής στην αυτοπαρατήρηση των συναισθημάτων, και συνιστά την πλάνη.

Γιατί το ευχάριστο συναίσθημα κατά τον τρόπο αυτόν δεν έρχεται παρά μόνο με πίεση και είναι πολύ εύθραυστο, χάνεται εύκολα. Ο άνθρωπος χάνει την ψυχική του ισορροπία και γίνεται ανασφαλής, ευερέθιστος ακόμα και επιθετικός απέναντι στους άλλους, γεμάτος αμφιβολίες και ανησυχίες. Γενικά η διάκριση των δύο καταστάσεων γίνεται από τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο άνθρωπος τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας, και όχι τόσο την ώρα της προσευχής. Για τον λόγο αυτό η προσευχή για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Χρειάζεται συστηματική και επίπονη παράλληλη εργασία προετοιμασίας και ελέγχου.(Συνεχίζεται)

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Νοερά Προσευχή

Τα πράγματα άλλαξαν όταν άρχισα να αφιερώνω χρόνο στην λεγόμενη νοερά προσευχή. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε άρχισα, αλλά στο τελευταίο έτος θυμάμαι καλά ότι την εξασκούσα πλήρως. Έκτοτε για μια εικοσαετία ήταν η σημαντικότερη δραστηριότητα της ζωής μου και ήταν αυτή που καθόρισε την εξέλιξή μου, μέχρι την στιγμή που αποφάσισα να την αφήσω, όπως θα διηγηθώ στην συνέχεια.

Δεν θα μιλήσω εδώ για τον τρόπο και την διαδικασία της νοεράς προσευχής, αλλά θα περιγράψω το τελικό αποτέλεσμα, έτσι όπως το εβίωνα όλα αυτά τα χρόνια. Θα μπορούσα να πω ότι το βίωμα αυτό δεν άλλαξε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε η ευκολία με την οποία μπορούσα να το βιώσω, το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτό άλλαξε, νομίζω δραματικά, εμένα.

Τι είναι όμως νοερά προσευχή; Είναι το μυστικό χαρτί της ορθόδοξης πνευματικότητας και γι’ αυτήν μπορεί κανείς να βρει άφθονη βιβλιογραφία, είτε γραμμένη από σύγχρονους είτε από παλαιούς. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν θα καταλάβει και πολλά και ο λόγος είναι ότι χρησιμοποιείται μια ορολογία που έχει χάσει προ πολλού την σημασία της. Τα κείμενα των παλαιών έχουν μέσα τους πραγματικά διαμάντια, πλην όμως είναι καλυμμένα με πολλές στρώσεις περιττών ή λανθασμένων στοιχείων. Φυσικά εγώ τότε δεν μπορούσα να καταλάβω κάτι τέτοιο και έτσι έχω αφιερώσει άπειρες ώρες διαβάσματος και έχω μελετήσει ότι έχει γραφτεί σχετικά, προσπαθώντας να το εφαρμόσω.

Το εγχείρημα είχε, για μένα, άμεση επιτυχία. Εκ των υστέρων γνωρίζω ότι αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Πολύ λίγοι άνθρωποι το καταφέρνουν και φυσικά μιλώ για μοναχούς και λαϊκούς που αφιερώνονται σε αυτήν την προσπάθεια. Αυτό είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω, χωρίς όμως να το καταλάβω, από την πρώτη αρχή καθώς ο τότε πνευματικός μου σχεδόν με ειρωνευόταν όταν του έλεγα τα σχετικά… Βέβαια μεγαλώνοντας και ταξιδεύοντας, επισκεπτόμενος όλα τα μοναστήρια και όλους τους γνωστούς πνευματικούς διαπίστωσα με έκπληξη στην αρχή, στο τέλος το συνήθισα, πόσο λίγοι αντιλαμβάνονταν γιατί πράγμα μιλούσα. Οι περισσότεροι ούτε που πίστευαν ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα. Φυσικά τώρα καταλαβαίνω πολύ περισσότερα, πλην όμως δεν θα κουράσω τον αναγνώστη με τα διάφορα συναφή προβλήματα, που όμως είναι άκρως ενδιαφέροντα για όσους ασχολούνται με την ορθόδοξη πνευματική ζωή.

Ας επανέλθω στο ερώτημα, τι είναι η νοερά προσευχή. Κατ’ αρχήν είναι κάτι το εξαιρετικά ανιαρό και αδιάφορο. Κάθεσαι και επαναλαμβάνεις διαρκώς την ίδια φράση, συνήθως την φράση «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό». Για την πλειοψηφία των ασχολουμένων με αυτήν την εργασία, είναι μια επίπονος διαδικασία κατά την οποία εφαρμόζουν διάφορες τεχνικές, οι οποίες στο τέλος, μετά από πολύ χρόνο και κόπο αποφέρουν κάποια οφέλη, δηλαδή κάποια ευχάριστα συναισθήματα.

Για λίγους όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μετά από μικρή και σύντομη προσπάθεια ανακαλύπτουν θα έλεγα ένα μυστικό πέρασμα, ή μια μυστική κίνηση, ένα μυστικό τρόπο αλλαγής της νοητικής – ψυχικής και συναισθηματικής τους κατάστασης η οποία έχει θαυμαστά αποτελέσματα. Στην αρχή αυτή η ανακάλυψη του μυστικού δρόμου γίνεται με κάποια προσπάθεια, και απαιτούνται προϋποθέσεις όπως η ησυχία, η μόνωση, ο διαλογισμός και βέβαια η χρήση της προαναφερθείσας φράσης ή κάποιας άλλης ανάλογης. Με τα χρόνια όμως τίποτα από αυτά δεν είναι αναγκαία, αν και πάντα παραμένουν επιθυμητά.

Είναι μια κατάσταση καθαρά ανεικονική και χωρίς οποιαδήποτε σκέψη, την οποία ο άνθρωπος βιώνει να λαμβάνει χώρα στον χώρο όπου βρίσκεται η σωματική καρδιά, εξ ου και η παράλληλη ονομασία, καρδιακή προσευχή. Δημιουργείται η αίσθηση ότι στον χώρο αυτό υπάρχει ένα άνοιγμα από το οποίο εισέρχεται στον άνθρωπο κάποιο είδος ενέργειας, μιας γλυκιάς θέρμης, μια ευχάριστη ακτινοβολία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αίσθηση φωτός, χωρίς να είναι κατ’ ουδένα τρόπο ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, άλλωστε δεν είναι αισθητή με τα μάτια, που μπορεί να μην βλέπουν τίποτα, στην αρχή το σκοτάδι βοηθά, στην συνέχεια τα μάτια μπορούν να βλέπουν, ότι βλέπουν, χωρίς να χάνεται αυτή η αίσθηση.

Αυτή η αίσθηση έχει ένα έντονο ερωτικό χαρακτήρα, η ανθρώπινη ύπαρξη ελκύεται από αυτό το “φως” και το βιώνει ως τρίτη παρουσία προς την οποία στρέφεται με έντονα αισθήματα ανταπόκρισης. Εφόσον ζούμε σε χριστιανική κοινωνία, και εγώ, το εκλάμβανα ως την παρουσία του Θεού, πιο συγκεκριμένα του Χριστού. Είχα την αίσθηση ότι από την άλλη πλευρά υπάρχει κάποιος Άλλος, και βέβαια δεν μπορούσε παρά να είναι ο Χριστός. Αυτή η στροφή της προσοχής προς το “φως” επικέντρωνε τον εαυτό σε αυτήν την σχέση η οποία είναι μια σχέση ανταλλαγής αγάπης, δημιουργείται ένας δεσμός ανάμεσα σε εσένα και Αυτόν που πιστεύεις ότι υπάρχει από την άλλη πλευρά. (Συνεχίζεται)