Τι να ΄ναι; Τι να ΄ναι;
Του Νίκου Τζιανίδη
Από τα Νέα της 3/3/2010
ΟΙ ΚΑΠΝΟΙ εμφύλιας σύρραξης στην Ελλάδα ήδη έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα. Στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, τεχνητής ή μη, ο Νεοέλληνας νεόπλουτος βλέποντας να ηττάται, κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο και να υποχρεούται βιαίως σε πισωγυρίσματα οδυνηρά, αγανακτεί και οπλίζεται να βγει στο... Κολωνάκι.
Η σταδιακή μείωση εσόδων, που επέτρεπαν σε πολλούς να διάγουν βίο επίπλαστο, νομίζοντας πως ξαφνικά, εισπράττοντας επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» και καταναλώνοντας χρήμα πλαστικό πανάκριβο, μεταλλάχτηκαν από φουκαράδες σε χρυσοκάνθαρους αστούς, οδηγεί σε κρίσεις πανικού. Γιατί, σου λέει, ο δημόσιος υπάλληλος της Βουλής να μετράει δεκαέξι μισθούς και εγώ του υπουργείου Οικονομικών να μετράω ψαλιδισμένα επιδόματα. Γιατί να γράφουν υπερβολικές αλήθειες για τον κλάδο μας οι δημοσιογράφοι, λένε οι υπάλληλοι της Βουλής. Κλείσε το πάρκινγκ και πέτα στον δρόμο τους εκπροσώπους του Τύπου. Οι «εκατομμυριούχοι» αγρότες μάς φράζουν τις οδούς προς... τα χιονοδρομικά κέντρα; Κάψτε τους! Οι «κακομαθημένοι» τελωνιακοί από πού κι ώς πού ανακάλυψαν αίφνης τη λέξη απεργία; Ντροπή τους! Και από την αντίπερα όχθη οι «άλλοι», οι εσαεί φτωχοί, μεροκαματιάρηδες βλέπουν και επιχαίρουν. Ο ένας υποβλέπει τον άλλον. Ο μετρών απώλειες, μετράει και τα κέρδη του πλησίον του και τον φασκελώνει.
Όχι πως δεν το έκανε πάντα. Το έκανε με φθόνο, κυρίως. Τώρα το πράττει με μίσος και φθόνο μαζί.
Από γενέσεως ελληνικού έθνους, η κυρίαρχη νοοτροπία και στο πιο ελλειμματικό μυαλό του τελευταίου πολίτη αυτής της χώρας ήταν: εγώ είμαι καλύτερος από τους άλλους, η ατυχία μου με κατάντησε «ανέστιο και πένη». Ο πλούσιος «έκανε τα λεφτά κλέβοντας», ποτέ με την αξία του. «Βρήκε λίρες στα βουνά» ή «έφαγε περιουσίες Εβραίων», είναι τα άλλοθι των αποτυχημένων, όταν έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με την πρόοδο του γείτονα.
Και η κατάσταση ολοένα ξεφεύγει. Οι πλούσιοι πλουτίζουν καθημερινά. Και οι πτωχοί (τω πνεύματι) μη αναλογιζόμενοι την ένδειά τους και τη μοίρα τους, μιλούν ωσάν τους δύσμοιρους κατοίκους των παραλίων της Μικράς Ασίας, παραμονές της καταστροφής του ΄22. «Μπόρα είναι θα περάσει».
Δεν έβλεπαν, τότε, ή δεν ήθελαν να δουν ότι η μαυρίλα στον ορίζοντα δεν ήταν μπόρα που θα περνούσε, ήταν σκόνη μακελάρηδων που κατέφθαναν!