Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Περί ...πτωμάτων ο λόγος!

(Μην σας γελάει, η φωτό έχει σχέση με το κείμενο, ...αλλά κρυφή!)

Μερικές φορές λέω ή γράφω κάτι και μετά καθώς το σκέπτομαι αντιλαμβάνομαι ότι αξίζει πολύ περισσότερο από όσο νόμιζα αρχικά. Φαντάζομαι ότι αυτό θα συμβαίνει με όλους όσοι γράφουν αυτά που σκέπτονται.

Δεν θυμάμαι πότε, αλλά σε ένα σχόλιο που έγραψα κάτω από μια ανάρτησή μου, προφανώς ως απάντηση σε κάτι που έγραψε κάποιος αναγνώστης, χρησιμοποίησα και πάλι την εικόνα του πτώματος, για να περιγράψω την χριστιανική εκκλησία. Αυτή την φορά όμως συμπλήρωσα, ότι στην φύση τίποτα δεν πάει χαμένο και ένα πτώμα πάντα σε κάτι χρησιμεύει.

Ο νους μου ταξίδεψε σε μια σκηνή που είδα σε ένα από τα εκπληκτικά ντοκιμαντέρ που προβάλει τακτικά το Σκάΐ, όπου πλήθος ζώων ζούσαν τρώγοντας το κουφάρι μιας φάλαινας. Και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που είχα γράψει ήταν πολύ σημαντικότερο από ότι μπορεί κανείς να δει σε μια πρώτη ανάγνωση. Ότι κάτω, μέσα, πίσω, όπως και να το πείτε, από την χριστιανική εκκλησία, υπάρχει πολύ περισσότερη τροφή από όση φαντάζονται …οι ευλαβείς χριστιανοί!

Υπάρχουν κάποιες προλήψεις που δυσκολεύουν πολύ την κατανόηση αυτού που θέλω να πω. Η λέξη πτώμα έχει έντονα αρνητικό χαρακτήρα και επομένως η χρήση της έχει ένα μειωτικό χαρακτήρα για την εκκλησία και εύκολα κανείς χάνεται στην διαμάχη για την αξία της εκκλησίας. Δεν θα κρύψω ότι και εγώ έχω χαθεί, όχι λίγες φορές, σε αυτό το μπέρδεμα. Παρά ταύτα μου φαίνεται ότι η εικόνα του πτώματος είναι πολύ αναπαραστατική. Για αυτό θα παρακαλέσω τον αναγνώστη να ξεχάσει λίγο τις αξιολογήσεις για να δει τι μπορεί να ωφεληθεί από την εικόνα αυτή.

Ένα πτώμα λοιπόν έχει μεγάλη θρεπτική αξία, αλλά δεν είναι φρέσκο κρέας, παρά ένα σάπιο κρέας. Πολλά ζώα όμως δεν κανένα πρόβλημα με αυτό, μπορούν να τραφούν θαυμάσια από αυτό. Άλλα όμως ζώα δεν έχουν τέτοια δυνατότητα, ή είναι πιο εκλεκτικά. Αυτά έχουν πρόβλημα με τα σάπια κρέατα, αν λοιπόν ξεγελαστούν και νομίσουν ότι στο πτώμα θα βρουν φρέσκο κρέας θα απογοητευθούν, θα απορούν, δεν θα ξέρουν τι να κάνουν και το πιο πιθανό είναι απλώς να κάθονται όλο απογοήτευση και απορία και να κοιτούν το πτώμα. Μπορεί από καιρού εις καιρόν να κάνουν και κάποια δοκιμή, μπας και τελικά το κρέας δεν είναι σάπιο αλλά φρέσκο. Η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη…

Πολλές φορές, γνωστοί μου συμπεριφέρονται έτσι, ένας τέτοιος μου ζωντάνεψε αυτήν την εικόνα. Διαπιστώνουν, αναγνωρίζουν ότι το κρέας της εκκλησίας είναι σάπιο και μετά με ρωτούν τι πρέπει να γίνει για να μοιάζει με φρέσκο. Βλέπουν ότι πρόκειται για πτώμα, και δεν θέλουν να το πάρουν απόφαση, ψάχνουν να βρουν αυτόν που θα το μετατρέψει σε φρέσκο.

Το θέμα είναι ότι αυτοί είναι εντελώς χαμένοι, γιατί ότι και να κάνουν το πτώμα παραμένει, εδώ και αιώνες, πτώμα, μόνο ένας ανόητος μπορεί να πιστεύει στα σοβαρά ότι τώρα θα κάνει αυτό που δεν έκανε εδώ και αιώνες. Και είναι χαμένοι γιατί δεν μπορούν να δουν τον πλούτο που περιέχει ένα …πτώμα, έτσι ώστε να φάνε κάτι και αυτοί. Αν πάρεις το κρέας του και το περιποιηθείς κατάλληλα, λέμε τώρα, μπορεί να σε σώσει από την πείνα. Έτσι λοιπόν αν δεις την εκκλησία και ότι αυτή εμπεριέχει, με το κατάλληλο βλέμμα, την δεις δηλαδή όπως είναι, χωρίς τα φτιασίδια της εκκλησιαστικής προπαγάνδας, μπορείς να ωφεληθείς και μάλιστα πολύ.

Το θέμα είναι ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι πεινάμε πολύ. Υπάρχουν πολλά …πτώματα για να φάμε, αλλά μια και γεννηθήκαμε εδώ δεν είναι άσχημη ιδέα να τραφούμε από το πτώμα της φάλαινας που το κύμα εξέβρασε στην δική μας ακτή.

Πες μας το μυστικό, μου λέει μια συνάδελφος, πως μπορείς και είσαι τόσο ήρεμος (στην ζούγκλα του σχολείου) –την ίδια απορία είχαν και τα παιδιά: Καλέ κύριε, γιατί δεν θυμώνετε;-. Αν τους έλεγα ότι τρέφομαι από ένα …πτώμα, τι λέτε να μου έλεγαν;

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Τέλος ...και δόξα τω Θεώ!

(Συνέχεια από τα προηγούμενα.)

(Και τα καλύτερα στο τέλος …τελειώνουν, φαντασθείτε τι συμβαίνει με τα μέτρια…)

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ώστε εμείς οι άνθρωποι να έχουμε μια κοινή αντίληψη γι’ Αυτόν. Αν ενδιαφερόταν, δεν είναι δυνατόν, θα εύρισκε τον τρόπο να μας πει κάτι πειστικό και ανθεκτικό στον χρόνο για τον εαυτό του. Προφανώς όμως δεν το έκανε αν και θα μπορούσε, επομένως δεν τον ενδιαφέρει. Αν αυτό το θέμα είναι αδιάφορο για τον Θεό μπορεί να είναι σημαντικό για τον άνθρωπο; Αν ο Θεός είναι αγαθός, ότι και να σημαίνει αυτό, τότε δεν μπορεί να είναι σημαντικό για τον άνθρωπο και ο Θεός να αδιαφορεί. Αν πάλι είναι πονηρός, τότε μπορεί η στάση του Θεού να κρύβει μοχθηρία. Απέναντι σε ένα μοχθηρό όμως Θεό, καμιά ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να εξασφαλίσει το ευ ζην! Για τον λόγο αυτό, κανένας μεγάλος πολιτισμός δεν πιστεύει ότι ο Θεός είναι μοχθηρός!

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι τελεσίδικο: Το να γνωρίζω με ακρίβεια την οντολογική πραγματικότητα του θείου δεν έχει σημασία για μένα. Επομένως το θέμα αυτό μου είναι αδιάφορο. Μπορώ όμως να προχωρήσω λίγο ακόμα την σκέψη μου. Μπορώ άραγε να φαντασθώ τον Θεό με ένα τρόπο που να θυμίζει αυτό που λέμε πρόσωπο; Μπορώ να φαντασθώ έναν προσωπικό Θεό; Και πάλι η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εκεί έξω (από τον κόσμο) ένα πρόσωπο που να έχει την δυνατότητα να βλέπει το γίνεται μέσα (στον κόσμο) και να αδιαφορεί. Μπορώ λοιπόν να πω ότι ναι μεν μου είναι αδιάφορο το τι και το πώς είναι ο Θεός, πλην όμως μπορώ να πω ότι δεν είναι κάτι που να θυμίζει το ανθρώπινο πρόσωπο, να θέλει, να σχεδιάζει, να επικοινωνεί, να αγαπά.

Νομίζω ότι είναι πια αρκετά σαφές τι σημαίνει δεν πιστεύω στον Θεό ως οντολογική πραγματικότητα. Θεωρώ ότι είναι ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου δεν με αφορά, δεν έχει νόημα. Όλες λοιπόν οι θεολογίες του παρελθόντος έχουν μόνο ιστορική αξία, ως στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού και ως στοιχεία του κάθε επιμέρους πολιτισμού με τον οποίο είχαν και έχουν στενή αλληλεπίδραση. Η κάθε θεολογία εξακολουθεί να έχει σημασία και η γνώση της αξία, γιατί φωτίζει στοιχεία πολιτιστικά αλλά και γιατί εξηγεί και ερμηνεύει κοινωνικές συμπεριφορές που αλλιώς μένουν λίγο ή πολύ ανερμήνευτες.

Τι συμβαίνει όμως με τον άλλη εκδοχή της εννοίας του Θεού, με το ερώτημα του Θεού ως βιωματική εμπειρία. Αυτή προφανώς και εμφανίζει ενδιαφέρον. Ο Θεός ως βίωμα παίζει σημαντικότατο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων από την αρχή της εμφάνισής τους επί της Γης μέχρι και σήμερα, άλλοτε θετικό και άλλοτε αρνητικό. Την εμπειρία αυτήν ερμηνεύουν και χειραγωγούν οι διάφορες θρησκείες με τον δικό τους τρόπο η κάθε μια και το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κανείς δεν είναι αληθινός. Αν και κάθε μια καλεί τους πιστούς όλων των άλλων να δεχθούν την δική της πίστη καμιά δεν μπορεί να πείσει, ούτε καν τους δικούς τηξς πιστούς, αλλά ταυτόχρονα είναι έτσι δεσμευμένη ώστε δεν μπορεί να εγκαταλείψει την δική της θεολογία και ερμηνεία για χάριν κάποιας άλλης θρησκείας.

Η ύπαρξη των πολλών θρησκειών αποδεικνύει θα έλεγα οριστικά ότι το ερώτημα για τον Θεό έχει περιορισμένο ενδιαφέρον, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για το περιεχόμενο των παραδόσεων που ανέπτυξαν οι πολιτισμοί με βάση την θρησκεία τους. Μπορεί με βάση τα προνεωτερικά δεδομένα οι παραδόσεις να συγκρούονται μεταξύ τους και όντως να οδήγησαν σε βίαιες συγκρούσεις, πλην όμως σήμερα ζούμε σε ένα κόσμο που αναζητά συνθέσεις και σημεία ισορροπίας και όχι λογικές αποκλειστικότητας.

Θεωρώ λοιπόν ότι να υπάρχει ένας άλλος τόπος, έξω από όλες τις θρησκείες, όπου αυτές θα μπορούσαν να συναντηθούν μεταξύ τους. Ένας τέτοιος υποψήφιος τόπος μπορεί να είναι ο χώρος της επιστήμης. Η σύγχρονη δυτική, κατά κύριο λόγο, επιστήμη έχει κατακτήσει την εμπιστοσύνη όλων των λαών για ένα πλήθος θεμάτων, και θα μπορούσε κάλλιστα να επιτελέσει αυτό το ενοποιητικό έργο. Μια τέτοια προοπτική κάθε άλλο παρά αυτονόητη ή εύκολη είναι, δοθέντος του βεβαρυμμένου παρελθόντος, αλλά και παρόντος, της σχέσης της επιστήμης με την θρησκεία. Στο βιβλίο όμως αυτό θα δείξω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό, ότι πράγματι είναι δυνατόν να συναντηθεί η βιωματική διάσταση όλων των θρησκειών σε ένα χώρο επιστημονικό, έτσι ώστε να υπάρξει τρόπος συνεννόησης και συνδιαλλαγής χωρίς την απεμπόληση των ιδιαιτέρων εκείνων στοιχείων που καθιστά την κάθε θρησκεία μοναδική, εκθέτοντάς της ταυτόχρονα σε μια μη καταστροφική αλλά δημιουργική κριτική.

Έτσι μπορεί κανείς να αποστεί πλήρως από την ιδέα ότι η όποια θρησκεία έχει κάποια απόλυτη γνώση σχετικά με τον κόσμο και τον άνθρωπο, και ταυτόχρονα να έχει την άνεση, αλλά και τα εργαλεία για να επιλέξει τα στοιχεία εκείνα από τις πρακτικές της που καθιέρωσε ο χρόνος, χωρίς να υποκύπτει στις εξουσιαστικές απαιτήσεις των διαφόρων ιερατείων.

Αυτή η φιλόδοξη προοπτική μπορεί να γίνει πραγματικότητα αναπτύσσοντας μια νέα κατανόηση του Θεού και για την ακρίβεια μια νέα ερμηνεία της βιωματικής διάστασης του Θεού. Μια κατανόηση που να θεμελιώνεται στις γνώσεις και τα εργαλεία της σύγχρονης επιστήμης και η οποία να μπορεί να μεταφραστεί στις διάφορες πολιτιστικές παραδόσεις φωτίζοντας με δημιουργικό τρόπο τις θρησκείες. Μια τέτοια κατανόηση μπορεί να είναι επιτυχής όταν λαμβάνει υπ’ όψιν της στο (κατά το δυνατόν) σύνολο των γνώσεων και των δεδομένων που μπορεί να έχει ένας σύγχρονος άνθρωπος πρόσβαση. Μπορεί σε μια πρώτη προσέγγιση ένα τέτοιο πρόγραμμα να φαίνεται εξαιρετικά φιλόδοξο, όμως όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, υπάρχουν τα απαραίτητα εργαλεία αλλά και υλικά που το καθιστούν αρκετά ρεαλιστικό.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Θεός; ευχαριστώ, δεν θα πάρω!

(Συνέχεια από τα προηγούμενα)

Τώρα είναι αρκετά κατανοητή η απάντηση που δίνω όταν με ερωτούν: Πιστεύεις στον Θεό; Η απάντησή μου είναι πιστεύω στον Θεό, ως βίωμα αλλά δεν πιστεύω στον Θεό ως οντολογική πραγματικότητα. Το πρώτο σκέλος της απάντησής μου είναι πια φανερό και νομίζω ότι είναι αυτό που κάνει ιδιαίτερο ό,τι θα αναπτύξω στην συνέχεια πάνω σε ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί τόσα!

Θα κάνω μια απλούστευση για να μπορέσω να προχωρήσω. Δεν θα λεπτολογήσω σχετικά με το περιεχόμενο της λέξης Θεός. Ας συμφωνήσουμε ότι με την λέξη Θεό εννοούμε αυτό που χοντρικά όλοι έχουμε στο μυαλό μας, και μας το διδάσκουν οι διάφορες θρησκείες. Σε κάθε περίπτωση πίσω από την λέξη Θεός κρύβεται μια πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Σε αυτήν την πραγματικότητα οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις αποδίδουν χαρακτηριστικά που λίγο πολύ την καθιστούν εμπρόθετη, δηλαδή θεωρούν ότι ο Θεός έχει συγκεκριμένες προθέσεις που μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τους ανθρώπους.

Η χριστιανική εκκλησία διατείνεται ότι έχει την πληρέστερη κατανόηση και επομένως την ακριβέστερη διδασκαλία περί του Θεού. Θεμελιώνει δε την άποψή της αυτήν πάνω στην ιδιαίτερη σχέση που έχουν αναπτύξει με τον Θεό οι άγιοί της και οι θεολόγοι της, ξεκινώντας από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τους αποστόλους και τους αγίους μέχρι σήμερα. Στο βιβλίο Σοκ και Δέος έδειξα ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ότι η χριστιανική διδασκαλία δεν είναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης σχέσης κάποιων ανθρώπων με τον Θεό, αλλά αποτέλεσμα της δημιουργικής θρησκευτικής φαντασίας των χριστιανικών κοινοτήτων οι οποίες συνέχισαν το έργο των ιουδαϊκών κοινοτήτων αξιοποιώντας και την ελληνική φιλοσοφική σκέψη και παράδοση. Σε κανένα σημείο η χριστιανική σκέψη ούτε παλιότερα ούτε τώρα, δεν ξεφεύγει από τα όρια των γνώσεων της κοινωνίας της κάθε εποχής.

Αυτό που γνωρίζω καλά για τον χριστιανισμό θεωρώ ότι ισχύει και για τις άλλες θρησκείες, ειδικά τις μονοθεϊστικές. Δεν νομίζω όμως ότι οι άλλες εξαιρούνται από τα όσα θα πω στην συνέχεια, τουλάχιστον στον βαθμό που γνωρίζω, γιατί ως εκ του …επαγγέλματος γνωρίζω λίγο από όλες.

Τώρα πρέπει να επισημάνω κάτι που είναι σημαντικό και καθόλου αυτονόητο για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών στον τόπο μας, και επομένως για την θρησκευτική μας αγωγή. Ότι δηλαδή το γεγονός ότι οι Θεοί των θρησκειών είναι ανύπαρκτοι, αυτό δεν συνεπάγεται ούτε είναι καν ένδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός! Απλώς μας φανερώνει ότι οι ιδέες που ανέπτυξε η ανθρωπότητα για την θεότητα είναι λανθασμένες.

Μήπως όμως η αντίθετη γραμμή σκέψης μπορεί να σταθεί, μπορούμε άραγε να βγάλουμε από την μέση την έννοια του Θεού; Μένοντας έστω μόνο σε κοσμολογικό επίπεδο, αν κανείς είναι λίγο συνεπής στην χρήση των εννοιών, καταλαβαίνει ότι δεν είναι δυνατόν ούτε τώρα ούτε στο μέλλον να απαλλαχθούμε από την επίκληση εννοιών που έχουν θεϊκές ιδιότητες. Πράγματι εφόσον η γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε περιορίζεται από τα φωτόνια που φθάνουν σε εμάς, είναι γνωστό ότι μπορούμε να γνωρίσουμε είτε τώρα είτε στο μέλλον μόνο ένα τμήμα του σύμπαντος. Πάντα θα υπάρχει το πιο πέρα και πάντα θα υπάρχει το πρόβλημα της αρχής, ή της αιτίας των φυσικών νόμων. Ακόμα και αν βρεθεί η Μεγάλη Ενοποιημένη Θεωρία, πάντα θα υπάρχει το ερώτημα από πού προήλθε αυτή.

Σε τελική ανάλυση πάντα θα έχουμε την ανάγκη να επικαλούμαστε κάτι που θα έχει, όπως είπα, θεϊκές ιδιότητες, με την έννοια ότι θα έχει ιδιότητες που ξεπερνούν κατά πολύ αυτό που θεωρούμε φυσικό. Δεν χρειάζεται να λεπτολογήσει κανείς επ’ αυτού πολύ. Ας ονομάσουμε συμβατικά Θεό, οτιδήποτε μπορεί να κρύβεται, να είναι η αιτία, ή να παράγει κατευθύνει κλπ. τον κόσμο που βλέπουμε. Αυτόν τον Θεό λοιπόν, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε άμεσα, υπάρχει άραγε λόγος για να θέλουμε κάτι τέτοιο; Η περιέργειά μας είναι ένας προφανής τέτοιος λόγος, όμως δεν είναι αρκετός για να δείξουμε και ιδιαίτερο πάθος στην αναζήτησή μας αυτή. Πιθανόν όμως η τυχόν γνώση του Θεού να έχει σημασία για την ζωή μας. Πολλοί θα στοιχημάτιζαν πάνω σε αυτήν την υπόθεση.

Για ποιον άραγε λόγο θα μπορούσε να είναι σημαντική για την ζωή μας η σωστή απάντηση στο περί Θεού ερώτημα; Υπάρχει μια απάντηση που δίνουν από κοινού όλες οι μεγάλες θρησκείες και πλήθος μικρότερων. Μπορεί εμείς να μην μπορούμε να βγούμε έξω από τον κόσμο και να δούμε τον Θεό, αυτός όμως μπορεί να μπει μέσα στον κόσμο και να μας μιλήσει για τον εαυτό του και κυρίως για το τι θέλει από εμάς, πως πρέπει εμείς να ζούμε. Αν πράγματι αυτό αληθεύει, τότε το θέμα παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον. Δεν είναι φρόνιμο να αδιαφορεί κάποιος για αυτά που θέλει ο Θεός!

Μπορεί όμως να αληθεύει κάτι τέτοιο; Θεωρώ ότι η απάντηση είναι τελεσίδικα αρνητική. Αυτό που την καθιστά τελεσίδικη δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι αυτήν την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αλλά και την στιγμή που θα διαβάζονται, εξακολουθούν να υπάρχουν εκ παραλλήλου, ζωντανές, και κάποιες φορές ακμαίες, πολλές θρησκείες. Υπάρχουν και όμως ταυτόχρονα παρουσιάζουν τρομαχτικές αδυναμίες και στην θεωρία και στην πράξη, έτσι ώστε κανείς λογικός άνθρωπος να μη μπορεί να ισχυρισθεί με σοβαρότητα ότι τελικά κάποια από αυτές θα επικρατήσει, εννοείται όχι δια της βίας.

(Στην συνέχεια …το τέλος)

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Η ...πτώση και η ...ανάσταση


(Ημιχρόνιο δεύτερο, δηλαδή συνέχεια από το πρώτο ημίχρονο)

Φυσικές καταστροφές, οικονομικές καταστροφές, προβλήματα υγείας, (άλλων ως επί το πλείστον) δύο βαριά επεισόδια υπερκόπωσης πέρασαν χωρίς επιπτώσεις, όχι όμως και μια κινηματογραφική ταινία, το περίφημο Matrix. Επί τρεις μήνες ο κόσμος μου ήταν στον αέρα. Γιατί αντιλήφθηκα με ενάργεια ότι ναι μεν αυτό που βίωνα ήταν αληθινό. Το εξασφάλιζε η βιβλιογραφία του παρελθόντος που είχα ξεκοκαλίσει και η επιβεβαίωση των συγχρόνων γερόντων με τους οποίους είχα διαρκή επαφή. Πόσο όμως αληθινή ήταν αυτή μου η αλήθεια; Κατάλαβα ότι δεν ήταν δυνατόν να είμαι βέβαιος και συμπέρανα μετά από πολύ σκέψη ότι μπορώ να είμαι βέβαιος μόνο στα πλαίσια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων μου και ότι επιλέγω να θεωρώ αληθινό αυτό που δεν μπορώ να αποδείξω ότι δεν είναι αληθινό!

Τότε, ούτε που μου πέρασε από τον νου τι ρωγμή είχε ανοίξει στον ζωή μου! Απλώς το ερώτημα, τι είναι αληθινό ήρθε στο προσκήνιο της σκέψης μου και ήρθε και έμεινε. Γιατί πριν περάσουν λίγοι μήνες το θεολογικό οικοδόμημα της πίστης μου κατέρρευσε. Και κατέρρευσε σε πολλά επίπεδα και με πολλούς τρόπους ταυτοχρόνως. Δεν ήταν μόνο το πρόβλημα της Πτώσης που περιγράφω στον Πλανήτη της Θεολογίας. Ταυτόχρονα μελετώντας για την άλλη εργασία που έτρεχε παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια, την Υπόθεση των Λογικών Κβάντων συνειδητοποίησα ότι το βίωμα δεν εξασφαλίζει την ορθότητα της ερμηνείας του. Είχα έρθει σε επαφή με το πρόβλημα της διάκρισης της ερμηνείας και της εξήγησης ενός πειράματος.

Δεν είχα ούτε τότε ούτε τώρα αμφιβολία για την αληθινότητα αυτών που εβίωνα όλα αυτά τα χρόνια, πρόκειται για ένα πλήθος θαυμαστών γεγονότων, αλλά συνειδητοποίησα ότι ο τρόπος που τα εξηγούσα, με όρους δηλαδή δράσης του θείου αλλά ακόμα περισσότερο η ερμηνεία που τα έδινα, με βάση την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, ήταν λανθασμένη. Ναι προσευχόμουν στον Χριστό, όμως αυτά τα οποία αισθανόμουν δεν είχαν πηγή τον Χριστό. Δεν ήταν αυταπάτη ούτε αυθυποβολή ούτε φυσικά ...δαιμονικά. Απλά ο Χριστός όπως και όλο το οικοδόμημα της χριστιανικής πίστης ήταν κάτι το ψευδές και επομένως αυτά που ζούσα εγώ αλλά και όσοι άλλοι είχαν παρόμοιες εμπειρίες, έπρεπε να εξηγηθούν αλλιώς και να ερμηνευθούν με διαφορετικούς τρόπους.

Όταν ξεκαθάρισα το θεολογικό τοπίο, κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να σταματήσω, μέχρις ότου να αποκατασταθούν τα πράγματα, να καταλάβω τί είναι αυτό που έκανα, αν ήταν πράγματι αβλαβές, αν μπορούσα να το εξακολουθήσω με διαφορετικές προϋποθέσεις, σε κάθε περίπτωση έξω από τα εκκλησιαστικά πλαίσια. Πράγματι μια ωραία μέρα είπα, προσευχή τέλος και έτσι σταμάτησα να κάνω κομποσκοίνι. Και φυσικά ο τρόπος της ζωής μου, κληρικός σε ένα μοναστήρι δεν είχε πλέον νόημα. Να λέω και να κάνω πράγματα που δεν πιστεύω δεν είχε νόημα και δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω.

Γρήγορα βρέθηκα προ νέας εκπλήξεως που είχε πολύ ενδιαφέρον. Από την πρώτη αρχή της χειροτονίας μου εις διάκονο και στην συνέχεια ως ιερέα, κάθε φορά στην θεία λειτουργία εβίωνα το ίδιο βίωμα που περιέγραψα κατά την προσευχή. Όταν χειροτονήθηκα ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος και αυτή η κατάσταση ήταν πια παγιωμένη. Λογαριάστε, από το 1985 μέχρι το 2006 έκανα στα σίγουρα δύο λειτουργίες την εβδομάδα και για πολλά χρόνια τουλάχιστον τρεις, πόσες λειτουργίες έκανα συνολικά. Όλες αυτές τις φορές με ελάχιστες εξαιρέσεις στην διάρκεια της λειτουργίας χανόμουν σε ένα άλλο κόσμο.

Φυσική συνέπεια ήταν να είμαι φοβερά κακός στο τυπικό. Ότι λάθος είναι δυνατόν να γίνει το έκανα, άπειρες φορές ρεζιλεύτηκα αλλά καμιά φορά δεν στενοχωρήθηκα, δεν το κρύβω περνούσα ωραία, παρ’ όλους τους φρικτούς πόνους που είχα στα πόδια. Φαντασθείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι και στην νέα μου κατάσταση, όταν είχα πια σταματήσει να κάνω προσευχή, όταν πια θεωρούσα ότι όλα όσα έκανα στον ναό ήταν απλό θέατρο, εν τούτοις όποτε ήθελα, χωρίς καμιά δυσκολία μπορούσα να ξαναζώ την ίδια κατάσταση! Πλέον βεβαιώθηκα ότι, ό,τι πίστευα παλιά ήταν λάθος, ότι τα φαινόμενα που ζούσα κατά την προσευχή έχουν άλλη φυσική εξήγηση και σταδιακά, πέραν του ότι πέρασα αρκετά καλά σαν παπάς που δεν πιστεύει ούτε στον Χριστό ούτε στην Εκκλησία, βεβαιωνόμουν και εμπειρικά ότι οι νέες ερμηνείες που ανέπτυσσα είχαν σοβαρές πιθανότητες να είναι κοντά στην πραγματικότητα.

Το αποκορύφωμα ήρθε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν μέσα από μια διαδικασία που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ξανά άρχισα να ασκώ την προσευχή με αποτελέσματα ακριβώς ίδια με αυτά που είχα παλιότερα! Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Τώρα, μετά την έκδοση του Σοκ και Δέος μπορώ να προσεύχομαι με τρόπο που ξέρω ότι πολλοί μοναχοί και κληρικοί θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν, που λέει ο λόγος ούτε στο όνειρό τους. Και μάλιστα και τώρα η προσευχή έχει τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα στην υπόλοιπη ζωή μου! Ήταν κάτι που πράγματι μου έλλειπε όλα αυτά τα χρόνια...

( Συνεχίζεται)