Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Τέλος ...και δόξα τω Θεώ!

(Συνέχεια από τα προηγούμενα.)

(Και τα καλύτερα στο τέλος …τελειώνουν, φαντασθείτε τι συμβαίνει με τα μέτρια…)

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ώστε εμείς οι άνθρωποι να έχουμε μια κοινή αντίληψη γι’ Αυτόν. Αν ενδιαφερόταν, δεν είναι δυνατόν, θα εύρισκε τον τρόπο να μας πει κάτι πειστικό και ανθεκτικό στον χρόνο για τον εαυτό του. Προφανώς όμως δεν το έκανε αν και θα μπορούσε, επομένως δεν τον ενδιαφέρει. Αν αυτό το θέμα είναι αδιάφορο για τον Θεό μπορεί να είναι σημαντικό για τον άνθρωπο; Αν ο Θεός είναι αγαθός, ότι και να σημαίνει αυτό, τότε δεν μπορεί να είναι σημαντικό για τον άνθρωπο και ο Θεός να αδιαφορεί. Αν πάλι είναι πονηρός, τότε μπορεί η στάση του Θεού να κρύβει μοχθηρία. Απέναντι σε ένα μοχθηρό όμως Θεό, καμιά ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να εξασφαλίσει το ευ ζην! Για τον λόγο αυτό, κανένας μεγάλος πολιτισμός δεν πιστεύει ότι ο Θεός είναι μοχθηρός!

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι τελεσίδικο: Το να γνωρίζω με ακρίβεια την οντολογική πραγματικότητα του θείου δεν έχει σημασία για μένα. Επομένως το θέμα αυτό μου είναι αδιάφορο. Μπορώ όμως να προχωρήσω λίγο ακόμα την σκέψη μου. Μπορώ άραγε να φαντασθώ τον Θεό με ένα τρόπο που να θυμίζει αυτό που λέμε πρόσωπο; Μπορώ να φαντασθώ έναν προσωπικό Θεό; Και πάλι η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εκεί έξω (από τον κόσμο) ένα πρόσωπο που να έχει την δυνατότητα να βλέπει το γίνεται μέσα (στον κόσμο) και να αδιαφορεί. Μπορώ λοιπόν να πω ότι ναι μεν μου είναι αδιάφορο το τι και το πώς είναι ο Θεός, πλην όμως μπορώ να πω ότι δεν είναι κάτι που να θυμίζει το ανθρώπινο πρόσωπο, να θέλει, να σχεδιάζει, να επικοινωνεί, να αγαπά.

Νομίζω ότι είναι πια αρκετά σαφές τι σημαίνει δεν πιστεύω στον Θεό ως οντολογική πραγματικότητα. Θεωρώ ότι είναι ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου δεν με αφορά, δεν έχει νόημα. Όλες λοιπόν οι θεολογίες του παρελθόντος έχουν μόνο ιστορική αξία, ως στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού και ως στοιχεία του κάθε επιμέρους πολιτισμού με τον οποίο είχαν και έχουν στενή αλληλεπίδραση. Η κάθε θεολογία εξακολουθεί να έχει σημασία και η γνώση της αξία, γιατί φωτίζει στοιχεία πολιτιστικά αλλά και γιατί εξηγεί και ερμηνεύει κοινωνικές συμπεριφορές που αλλιώς μένουν λίγο ή πολύ ανερμήνευτες.

Τι συμβαίνει όμως με τον άλλη εκδοχή της εννοίας του Θεού, με το ερώτημα του Θεού ως βιωματική εμπειρία. Αυτή προφανώς και εμφανίζει ενδιαφέρον. Ο Θεός ως βίωμα παίζει σημαντικότατο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων από την αρχή της εμφάνισής τους επί της Γης μέχρι και σήμερα, άλλοτε θετικό και άλλοτε αρνητικό. Την εμπειρία αυτήν ερμηνεύουν και χειραγωγούν οι διάφορες θρησκείες με τον δικό τους τρόπο η κάθε μια και το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κανείς δεν είναι αληθινός. Αν και κάθε μια καλεί τους πιστούς όλων των άλλων να δεχθούν την δική της πίστη καμιά δεν μπορεί να πείσει, ούτε καν τους δικούς τηξς πιστούς, αλλά ταυτόχρονα είναι έτσι δεσμευμένη ώστε δεν μπορεί να εγκαταλείψει την δική της θεολογία και ερμηνεία για χάριν κάποιας άλλης θρησκείας.

Η ύπαρξη των πολλών θρησκειών αποδεικνύει θα έλεγα οριστικά ότι το ερώτημα για τον Θεό έχει περιορισμένο ενδιαφέρον, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για το περιεχόμενο των παραδόσεων που ανέπτυξαν οι πολιτισμοί με βάση την θρησκεία τους. Μπορεί με βάση τα προνεωτερικά δεδομένα οι παραδόσεις να συγκρούονται μεταξύ τους και όντως να οδήγησαν σε βίαιες συγκρούσεις, πλην όμως σήμερα ζούμε σε ένα κόσμο που αναζητά συνθέσεις και σημεία ισορροπίας και όχι λογικές αποκλειστικότητας.

Θεωρώ λοιπόν ότι να υπάρχει ένας άλλος τόπος, έξω από όλες τις θρησκείες, όπου αυτές θα μπορούσαν να συναντηθούν μεταξύ τους. Ένας τέτοιος υποψήφιος τόπος μπορεί να είναι ο χώρος της επιστήμης. Η σύγχρονη δυτική, κατά κύριο λόγο, επιστήμη έχει κατακτήσει την εμπιστοσύνη όλων των λαών για ένα πλήθος θεμάτων, και θα μπορούσε κάλλιστα να επιτελέσει αυτό το ενοποιητικό έργο. Μια τέτοια προοπτική κάθε άλλο παρά αυτονόητη ή εύκολη είναι, δοθέντος του βεβαρυμμένου παρελθόντος, αλλά και παρόντος, της σχέσης της επιστήμης με την θρησκεία. Στο βιβλίο όμως αυτό θα δείξω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό, ότι πράγματι είναι δυνατόν να συναντηθεί η βιωματική διάσταση όλων των θρησκειών σε ένα χώρο επιστημονικό, έτσι ώστε να υπάρξει τρόπος συνεννόησης και συνδιαλλαγής χωρίς την απεμπόληση των ιδιαιτέρων εκείνων στοιχείων που καθιστά την κάθε θρησκεία μοναδική, εκθέτοντάς της ταυτόχρονα σε μια μη καταστροφική αλλά δημιουργική κριτική.

Έτσι μπορεί κανείς να αποστεί πλήρως από την ιδέα ότι η όποια θρησκεία έχει κάποια απόλυτη γνώση σχετικά με τον κόσμο και τον άνθρωπο, και ταυτόχρονα να έχει την άνεση, αλλά και τα εργαλεία για να επιλέξει τα στοιχεία εκείνα από τις πρακτικές της που καθιέρωσε ο χρόνος, χωρίς να υποκύπτει στις εξουσιαστικές απαιτήσεις των διαφόρων ιερατείων.

Αυτή η φιλόδοξη προοπτική μπορεί να γίνει πραγματικότητα αναπτύσσοντας μια νέα κατανόηση του Θεού και για την ακρίβεια μια νέα ερμηνεία της βιωματικής διάστασης του Θεού. Μια κατανόηση που να θεμελιώνεται στις γνώσεις και τα εργαλεία της σύγχρονης επιστήμης και η οποία να μπορεί να μεταφραστεί στις διάφορες πολιτιστικές παραδόσεις φωτίζοντας με δημιουργικό τρόπο τις θρησκείες. Μια τέτοια κατανόηση μπορεί να είναι επιτυχής όταν λαμβάνει υπ’ όψιν της στο (κατά το δυνατόν) σύνολο των γνώσεων και των δεδομένων που μπορεί να έχει ένας σύγχρονος άνθρωπος πρόσβαση. Μπορεί σε μια πρώτη προσέγγιση ένα τέτοιο πρόγραμμα να φαίνεται εξαιρετικά φιλόδοξο, όμως όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, υπάρχουν τα απαραίτητα εργαλεία αλλά και υλικά που το καθιστούν αρκετά ρεαλιστικό.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Θεός; ευχαριστώ, δεν θα πάρω!

(Συνέχεια από τα προηγούμενα)

Τώρα είναι αρκετά κατανοητή η απάντηση που δίνω όταν με ερωτούν: Πιστεύεις στον Θεό; Η απάντησή μου είναι πιστεύω στον Θεό, ως βίωμα αλλά δεν πιστεύω στον Θεό ως οντολογική πραγματικότητα. Το πρώτο σκέλος της απάντησής μου είναι πια φανερό και νομίζω ότι είναι αυτό που κάνει ιδιαίτερο ό,τι θα αναπτύξω στην συνέχεια πάνω σε ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί τόσα!

Θα κάνω μια απλούστευση για να μπορέσω να προχωρήσω. Δεν θα λεπτολογήσω σχετικά με το περιεχόμενο της λέξης Θεός. Ας συμφωνήσουμε ότι με την λέξη Θεό εννοούμε αυτό που χοντρικά όλοι έχουμε στο μυαλό μας, και μας το διδάσκουν οι διάφορες θρησκείες. Σε κάθε περίπτωση πίσω από την λέξη Θεός κρύβεται μια πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Σε αυτήν την πραγματικότητα οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις αποδίδουν χαρακτηριστικά που λίγο πολύ την καθιστούν εμπρόθετη, δηλαδή θεωρούν ότι ο Θεός έχει συγκεκριμένες προθέσεις που μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τους ανθρώπους.

Η χριστιανική εκκλησία διατείνεται ότι έχει την πληρέστερη κατανόηση και επομένως την ακριβέστερη διδασκαλία περί του Θεού. Θεμελιώνει δε την άποψή της αυτήν πάνω στην ιδιαίτερη σχέση που έχουν αναπτύξει με τον Θεό οι άγιοί της και οι θεολόγοι της, ξεκινώντας από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τους αποστόλους και τους αγίους μέχρι σήμερα. Στο βιβλίο Σοκ και Δέος έδειξα ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ότι η χριστιανική διδασκαλία δεν είναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης σχέσης κάποιων ανθρώπων με τον Θεό, αλλά αποτέλεσμα της δημιουργικής θρησκευτικής φαντασίας των χριστιανικών κοινοτήτων οι οποίες συνέχισαν το έργο των ιουδαϊκών κοινοτήτων αξιοποιώντας και την ελληνική φιλοσοφική σκέψη και παράδοση. Σε κανένα σημείο η χριστιανική σκέψη ούτε παλιότερα ούτε τώρα, δεν ξεφεύγει από τα όρια των γνώσεων της κοινωνίας της κάθε εποχής.

Αυτό που γνωρίζω καλά για τον χριστιανισμό θεωρώ ότι ισχύει και για τις άλλες θρησκείες, ειδικά τις μονοθεϊστικές. Δεν νομίζω όμως ότι οι άλλες εξαιρούνται από τα όσα θα πω στην συνέχεια, τουλάχιστον στον βαθμό που γνωρίζω, γιατί ως εκ του …επαγγέλματος γνωρίζω λίγο από όλες.

Τώρα πρέπει να επισημάνω κάτι που είναι σημαντικό και καθόλου αυτονόητο για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών στον τόπο μας, και επομένως για την θρησκευτική μας αγωγή. Ότι δηλαδή το γεγονός ότι οι Θεοί των θρησκειών είναι ανύπαρκτοι, αυτό δεν συνεπάγεται ούτε είναι καν ένδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός! Απλώς μας φανερώνει ότι οι ιδέες που ανέπτυξε η ανθρωπότητα για την θεότητα είναι λανθασμένες.

Μήπως όμως η αντίθετη γραμμή σκέψης μπορεί να σταθεί, μπορούμε άραγε να βγάλουμε από την μέση την έννοια του Θεού; Μένοντας έστω μόνο σε κοσμολογικό επίπεδο, αν κανείς είναι λίγο συνεπής στην χρήση των εννοιών, καταλαβαίνει ότι δεν είναι δυνατόν ούτε τώρα ούτε στο μέλλον να απαλλαχθούμε από την επίκληση εννοιών που έχουν θεϊκές ιδιότητες. Πράγματι εφόσον η γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε περιορίζεται από τα φωτόνια που φθάνουν σε εμάς, είναι γνωστό ότι μπορούμε να γνωρίσουμε είτε τώρα είτε στο μέλλον μόνο ένα τμήμα του σύμπαντος. Πάντα θα υπάρχει το πιο πέρα και πάντα θα υπάρχει το πρόβλημα της αρχής, ή της αιτίας των φυσικών νόμων. Ακόμα και αν βρεθεί η Μεγάλη Ενοποιημένη Θεωρία, πάντα θα υπάρχει το ερώτημα από πού προήλθε αυτή.

Σε τελική ανάλυση πάντα θα έχουμε την ανάγκη να επικαλούμαστε κάτι που θα έχει, όπως είπα, θεϊκές ιδιότητες, με την έννοια ότι θα έχει ιδιότητες που ξεπερνούν κατά πολύ αυτό που θεωρούμε φυσικό. Δεν χρειάζεται να λεπτολογήσει κανείς επ’ αυτού πολύ. Ας ονομάσουμε συμβατικά Θεό, οτιδήποτε μπορεί να κρύβεται, να είναι η αιτία, ή να παράγει κατευθύνει κλπ. τον κόσμο που βλέπουμε. Αυτόν τον Θεό λοιπόν, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε άμεσα, υπάρχει άραγε λόγος για να θέλουμε κάτι τέτοιο; Η περιέργειά μας είναι ένας προφανής τέτοιος λόγος, όμως δεν είναι αρκετός για να δείξουμε και ιδιαίτερο πάθος στην αναζήτησή μας αυτή. Πιθανόν όμως η τυχόν γνώση του Θεού να έχει σημασία για την ζωή μας. Πολλοί θα στοιχημάτιζαν πάνω σε αυτήν την υπόθεση.

Για ποιον άραγε λόγο θα μπορούσε να είναι σημαντική για την ζωή μας η σωστή απάντηση στο περί Θεού ερώτημα; Υπάρχει μια απάντηση που δίνουν από κοινού όλες οι μεγάλες θρησκείες και πλήθος μικρότερων. Μπορεί εμείς να μην μπορούμε να βγούμε έξω από τον κόσμο και να δούμε τον Θεό, αυτός όμως μπορεί να μπει μέσα στον κόσμο και να μας μιλήσει για τον εαυτό του και κυρίως για το τι θέλει από εμάς, πως πρέπει εμείς να ζούμε. Αν πράγματι αυτό αληθεύει, τότε το θέμα παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον. Δεν είναι φρόνιμο να αδιαφορεί κάποιος για αυτά που θέλει ο Θεός!

Μπορεί όμως να αληθεύει κάτι τέτοιο; Θεωρώ ότι η απάντηση είναι τελεσίδικα αρνητική. Αυτό που την καθιστά τελεσίδικη δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι αυτήν την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αλλά και την στιγμή που θα διαβάζονται, εξακολουθούν να υπάρχουν εκ παραλλήλου, ζωντανές, και κάποιες φορές ακμαίες, πολλές θρησκείες. Υπάρχουν και όμως ταυτόχρονα παρουσιάζουν τρομαχτικές αδυναμίες και στην θεωρία και στην πράξη, έτσι ώστε κανείς λογικός άνθρωπος να μη μπορεί να ισχυρισθεί με σοβαρότητα ότι τελικά κάποια από αυτές θα επικρατήσει, εννοείται όχι δια της βίας.

(Στην συνέχεια …το τέλος)

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Η ...πτώση και η ...ανάσταση


(Ημιχρόνιο δεύτερο, δηλαδή συνέχεια από το πρώτο ημίχρονο)

Φυσικές καταστροφές, οικονομικές καταστροφές, προβλήματα υγείας, (άλλων ως επί το πλείστον) δύο βαριά επεισόδια υπερκόπωσης πέρασαν χωρίς επιπτώσεις, όχι όμως και μια κινηματογραφική ταινία, το περίφημο Matrix. Επί τρεις μήνες ο κόσμος μου ήταν στον αέρα. Γιατί αντιλήφθηκα με ενάργεια ότι ναι μεν αυτό που βίωνα ήταν αληθινό. Το εξασφάλιζε η βιβλιογραφία του παρελθόντος που είχα ξεκοκαλίσει και η επιβεβαίωση των συγχρόνων γερόντων με τους οποίους είχα διαρκή επαφή. Πόσο όμως αληθινή ήταν αυτή μου η αλήθεια; Κατάλαβα ότι δεν ήταν δυνατόν να είμαι βέβαιος και συμπέρανα μετά από πολύ σκέψη ότι μπορώ να είμαι βέβαιος μόνο στα πλαίσια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων μου και ότι επιλέγω να θεωρώ αληθινό αυτό που δεν μπορώ να αποδείξω ότι δεν είναι αληθινό!

Τότε, ούτε που μου πέρασε από τον νου τι ρωγμή είχε ανοίξει στον ζωή μου! Απλώς το ερώτημα, τι είναι αληθινό ήρθε στο προσκήνιο της σκέψης μου και ήρθε και έμεινε. Γιατί πριν περάσουν λίγοι μήνες το θεολογικό οικοδόμημα της πίστης μου κατέρρευσε. Και κατέρρευσε σε πολλά επίπεδα και με πολλούς τρόπους ταυτοχρόνως. Δεν ήταν μόνο το πρόβλημα της Πτώσης που περιγράφω στον Πλανήτη της Θεολογίας. Ταυτόχρονα μελετώντας για την άλλη εργασία που έτρεχε παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια, την Υπόθεση των Λογικών Κβάντων συνειδητοποίησα ότι το βίωμα δεν εξασφαλίζει την ορθότητα της ερμηνείας του. Είχα έρθει σε επαφή με το πρόβλημα της διάκρισης της ερμηνείας και της εξήγησης ενός πειράματος.

Δεν είχα ούτε τότε ούτε τώρα αμφιβολία για την αληθινότητα αυτών που εβίωνα όλα αυτά τα χρόνια, πρόκειται για ένα πλήθος θαυμαστών γεγονότων, αλλά συνειδητοποίησα ότι ο τρόπος που τα εξηγούσα, με όρους δηλαδή δράσης του θείου αλλά ακόμα περισσότερο η ερμηνεία που τα έδινα, με βάση την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, ήταν λανθασμένη. Ναι προσευχόμουν στον Χριστό, όμως αυτά τα οποία αισθανόμουν δεν είχαν πηγή τον Χριστό. Δεν ήταν αυταπάτη ούτε αυθυποβολή ούτε φυσικά ...δαιμονικά. Απλά ο Χριστός όπως και όλο το οικοδόμημα της χριστιανικής πίστης ήταν κάτι το ψευδές και επομένως αυτά που ζούσα εγώ αλλά και όσοι άλλοι είχαν παρόμοιες εμπειρίες, έπρεπε να εξηγηθούν αλλιώς και να ερμηνευθούν με διαφορετικούς τρόπους.

Όταν ξεκαθάρισα το θεολογικό τοπίο, κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να σταματήσω, μέχρις ότου να αποκατασταθούν τα πράγματα, να καταλάβω τί είναι αυτό που έκανα, αν ήταν πράγματι αβλαβές, αν μπορούσα να το εξακολουθήσω με διαφορετικές προϋποθέσεις, σε κάθε περίπτωση έξω από τα εκκλησιαστικά πλαίσια. Πράγματι μια ωραία μέρα είπα, προσευχή τέλος και έτσι σταμάτησα να κάνω κομποσκοίνι. Και φυσικά ο τρόπος της ζωής μου, κληρικός σε ένα μοναστήρι δεν είχε πλέον νόημα. Να λέω και να κάνω πράγματα που δεν πιστεύω δεν είχε νόημα και δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω.

Γρήγορα βρέθηκα προ νέας εκπλήξεως που είχε πολύ ενδιαφέρον. Από την πρώτη αρχή της χειροτονίας μου εις διάκονο και στην συνέχεια ως ιερέα, κάθε φορά στην θεία λειτουργία εβίωνα το ίδιο βίωμα που περιέγραψα κατά την προσευχή. Όταν χειροτονήθηκα ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος και αυτή η κατάσταση ήταν πια παγιωμένη. Λογαριάστε, από το 1985 μέχρι το 2006 έκανα στα σίγουρα δύο λειτουργίες την εβδομάδα και για πολλά χρόνια τουλάχιστον τρεις, πόσες λειτουργίες έκανα συνολικά. Όλες αυτές τις φορές με ελάχιστες εξαιρέσεις στην διάρκεια της λειτουργίας χανόμουν σε ένα άλλο κόσμο.

Φυσική συνέπεια ήταν να είμαι φοβερά κακός στο τυπικό. Ότι λάθος είναι δυνατόν να γίνει το έκανα, άπειρες φορές ρεζιλεύτηκα αλλά καμιά φορά δεν στενοχωρήθηκα, δεν το κρύβω περνούσα ωραία, παρ’ όλους τους φρικτούς πόνους που είχα στα πόδια. Φαντασθείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι και στην νέα μου κατάσταση, όταν είχα πια σταματήσει να κάνω προσευχή, όταν πια θεωρούσα ότι όλα όσα έκανα στον ναό ήταν απλό θέατρο, εν τούτοις όποτε ήθελα, χωρίς καμιά δυσκολία μπορούσα να ξαναζώ την ίδια κατάσταση! Πλέον βεβαιώθηκα ότι, ό,τι πίστευα παλιά ήταν λάθος, ότι τα φαινόμενα που ζούσα κατά την προσευχή έχουν άλλη φυσική εξήγηση και σταδιακά, πέραν του ότι πέρασα αρκετά καλά σαν παπάς που δεν πιστεύει ούτε στον Χριστό ούτε στην Εκκλησία, βεβαιωνόμουν και εμπειρικά ότι οι νέες ερμηνείες που ανέπτυσσα είχαν σοβαρές πιθανότητες να είναι κοντά στην πραγματικότητα.

Το αποκορύφωμα ήρθε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν μέσα από μια διαδικασία που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ξανά άρχισα να ασκώ την προσευχή με αποτελέσματα ακριβώς ίδια με αυτά που είχα παλιότερα! Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Τώρα, μετά την έκδοση του Σοκ και Δέος μπορώ να προσεύχομαι με τρόπο που ξέρω ότι πολλοί μοναχοί και κληρικοί θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν, που λέει ο λόγος ούτε στο όνειρό τους. Και μάλιστα και τώρα η προσευχή έχει τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα στην υπόλοιπη ζωή μου! Ήταν κάτι που πράγματι μου έλλειπε όλα αυτά τα χρόνια...

( Συνεχίζεται)


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

ΕΜΕΣΕΘ

(ημίχρονο της εισαγωγής)

Δεν το αρνούμαι, την ζωή μου την έχω περάσει κυρίως μόνος μου, αλλά όχι γιατί είμαι μοναχικός τύπος. Κάθε άλλο, απολαμβάνω τα μέγιστα την συναναστροφή μου με άλλους. Απλώς δεν βαριέμαι και όταν είμαι μόνος, περνάω μια χαρά …μαζί μου. Ακόμα και στην εποχή που ζούσα σχετικά απομονωμένος είχα πάντα πίστη και ελπίδα στην συνεργασία. Όσο μόνος έχω περάσει άλλο τόσο έχω αναζητήσει την συνεργασία.

Μάλιστα εκείνα τα χρόνια την ονειρευόμουν, ο τάλας, στα πλαίσια τα εκκλησιαστικά. Βλέποντας τα προβλήματα, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο φανταζόμουν ότι αν ενωνόταν οι εσωτερικές δυνάμεις της εκκλησίας, τότε και μόνο τότε θα είχαμε ελπίδα για επίλυσή τους. Όσοι ξέρουν, θα θυμούνται την φιλολογία για την συνοδικότητα της ορθοδοξίας και τα άλλα συναφή που ήταν τόσο αγαπητά στους κύκλους των προοδευτικών θεολόγων της εποχής εκείνης. Μερικοί ακόμα και σήμερα έχουν σχετικές φαντασιώσεις…

Πολύ νωρίς μου κόπηκε ο βήχας. Εκείνα τα χρόνια είχα συνήθεια να επισκέπτομαι όποιον άκουγα ότι ήταν αξιόλογος και έτσι σε ένα ταξίδι μου, περαστικός από την Αθήνα συνάντησα τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Του είπα και μου είπε πολλά και στο τέλος του ανέφερα και τις σκέψεις μου για μια ενδεχόμενη ενδοεκκλησιαστική συνεργασία. Μου το ξέκοψε τελείως. Στην εκκλησία δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν συνεργασίες, γιατί ο κάθε ένας έχει ως αλήθεια την δική του άποψη και δεν μπορεί να πάει με το λάθος, την άποψη του άλλου και μου ανέφερε κάποια χαρακτηριστικά την εποχή εκείνη περιστατικά από την ζωή του για να μου διασαφήσει γιατί αυτό που σκεπτόμουν ήταν φύσει αδύνατον.

Ήταν πολύ πειστικός και άφησα όλες τις σχετικές ιδέες. Στην συνέχεια κατάλαβα βαθύτερα και πληρέστερα τις αιτίες του προβλήματος, η διάθεση όμως δεν με εγκατέλειψε, μέχρις ότου κάποια στιγμή πριν από μια δεκαετία φάνηκε μια δυνατότητα συνεργασίας. Το αντικείμενο πλέον ήταν η σχέση της θεολογίας-θρησκείας με την επιστήμη. Η ενασχόλησή μου με το αντικείμενο αυτό, ήδη τότε για περίπου μια δεκαετία, με είχε πείσει τόσο για το εύρος του εν λόγω πεδίου, όσο και για την αδυναμία ενός ανθρώπου, οποιουδήποτε να το καλύψει μόνος του. …Ακόμα και εγώ …ήμουν λίγος! Η γνωριμία μου με κάποιους καλούς φίλους μου έδωσε κάποια ψιχία τέτοιας συνεργασίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μοιραζόμασταν την ίδια διάθεση να κάνουμε κάτι πιο σοβαρό.

Σοβαρό και Ελλάδα είναι κάτι το ασύμβατο, αλλά επειδή η επιθυμία δεν μας έφυγε καθώς τα χρόνια πέρασαν και άλλαξαν οι καταστάσεις, κάποια στιγμή αυτή η διάθεση πήρε νέα δυναμική. Ενεπλάκησαν και άλλοι φίλοι και στο τέλος γεννήθηκε η ΕΜΕΣΕΘ, Η Εταιρεία Μελέτης των Σχέσεων της Επιστήμης με την Θρησκεία, ένας μη κερδοσκοπικός σύλλογος με καθαρά ερευνητική και επιστημονική και θεολογική στόχευση, μακριά από κάθε δογματική ή άλλη δέσμευση.

Η ιδέα δεν είναι να προωθήσουμε κάποιες ιδέες, αλλά να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο στο οποίο οι ιδέες να έρχονται σε πραγματικό διάλογο. Τα θέματα στο χώρο αυτό είναι πάρα πολλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα από πολλές απόψεις. Η επαφή μας με την διεθνή βιβλιογραφία μας αποκάλυψε την ευρύτητα, σοβαρότητα και ποιότητα των σχετικών συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα στα ξένα πανεπιστήμια. Εδώ επικρατεί η πόλωση, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα. Αυτό το κενό θέλουμε να καλύψουμε και δεν είναι εύκολο, γιατί δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου στην κοινωνία μας.

Πάντως εμείς προσπαθούμε. Προτρέπω τον αναγνώστη να επισκεφθεί την ιστοσελίδα της ΕΜΕΣΕΘ για να πάρει μια ιδέα για αυτήν. http://www.emeseth.gr/portal/ Βέβαια είναι μια ερασιτεχνική προσπάθεια και έχει ατέλειες. Τι να κάνουμε, στην Ελλάδα είναι αδιανόητη η πιθανότητα χρηματοδότησης μιας τέτοιας προσπάθειας και επομένως όλα γίνονται από το περίσσευμα. Στην ιστοσελίδα υπάρχουν πληροφορίες για την δράση της ΕΜΕΣΕΘ, το καταστατικό της που φανερώνει αναλυτικά τους στόχους και τις επιδιώξεις της, αλλά και υλικό άρθρα και άλλα κείμενα που αναφέρονται με προβληματισμούς σχετικούς με το αντικείμενο της εταιρείας, υλικό το οποίο διαρκώς θα ανανεώνεται. Θα ήταν καλό όποιος ενδιαφέρεται να εγγραφεί στην ιστοσελίδα έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων. Ένα μέρος μένει προσιτό μόνο για τα μέλη της εταιρείας.

Αν κάποιος βρίσκει την ιδέα ενδιαφέρουσα θα ήταν …μια πολύ καλή κίνηση να έρθει κοντά μας, είτε φυσικά, αν ζει στην Αθήνα, είτε νοερά δηλαδή ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου για να βάλει και αυτός το λιθαράκι του σε αυτήν την προσπάθεια. Οι προϋποθέσεις και οι όροι αναφέρονται στο καταστατικό στην παρακάτω διεύθυνση.

http://www.emeseth.gr/portal/index.php?option=com_content&view=article&id=60:2009-09-13-14-44-51&catid=39:2009-07-09-18-57-15&Itemid=61

Ο λογότυπος της ΕΜΕΣΕΘ, στην φωτό, είναι προϊόν …συνεργασίας μελών της ΕΜΕΣΕΘ και της κ. Χρυσάνθης …ξεχνάω το επίθετό της, συζύγου φίλου και μέλους της ΕΜΕΣΕΘ)

(η συνέχεια της εισαγωγής στο ...δεύτερο ημίχρονο!)



Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ο μονάχος, μοναχός Αρσένιος!


(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Τώρα είναι αρκετά εύκολο να απαντήσω σε ένα ερώτημα που μου ετέθη άπειρες, κυριολεκτικά, φορές, από την αρχή της ιστορίας που διηγούμαι, μέχρι και σήμερα. Πως έγινε και έγινα μοναχός. Πράγματι η απόφασή μου αυτή προκάλεσε έκπληξη σε όσους με γνώριζαν, γιατί τίποτα δεν προδίκαζε μια τέτοια κίνηση. Και εγώ ακόμα, λίγο καιρό πριν το αποφασίσω, δεν το είχα καν σκεφτεί!
Όμως όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο είχα ήδη τρία χρόνια ίσως και περισσότερο που α-σκούσα την νοερά προσευχή και ήδη γευόμουν τους καρπούς της. Ο ψυχισμός μου είχε ισορροπήσει, ο συναισθηματικός μου κόσμος ήταν πλήρης και ήμουν ήδη, όπως και τώρα, άνθρωπος που κατευθύνεται από το αποτέλεσμα. Ενώ σε όλη την προηγούμενη ζωή μου ήμουν μόνιμα …ερωτευμένος κάποια στιγμή η ανάγκη ή η τάση προς το γυναικείο φύλο εξαφανίσθηκε γιατί στην θέση της υπήρχε ένα ισχυρός ανταγωνιστής.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι προσευχή με αυτόν τον τρόπο έχει ένα καθαρά ερωτικό χαρακτήρα. Αισθάνεσαι ότι δίνεις και παίρνεις αγάπη και βέβαια, όταν ζεις στην Ελλάδα του 1980 σε χριστιανικό περιβάλλον, το αντικείμενο της αγάπης, δεν θα είναι ούτε ο Αλλάχ, ούτε ο Κρίσνα, αλλά ο Χριστός! Και τουλάχιστον σε μένα, αυτή η σχέση είχε ένα σταθερό χαρακτήρα που έδιωχνε κάθε ανασφάλεια ή φόβο και κατά συνέπεια το να κινηθώ προς τον μοναχισμό ήταν η φυσική εξέλιξη. Αντίστοιχα και αυτή μου η απόφαση, για είκοσι ακριβώς χρόνια 1981-2001 δεν ετέθη ούτε κατ’ ελάχιστο υπό αμφισβήτηση και όλες οι επιλογές μου είχαν ένα και μοναδικό στόχο, να εξυπηρετούν αυτήν την πραγματικότητα.
Έτσι λοιπόν όταν η ένταση αυτού που στον εκκλησιαστικό χώρο ονομάζεται θείος έρως ξεπέρασε ένα κατώφλι, όλα άλλαξαν …και αποφάσισα να γίνω μοναχός! Μου ήταν εντελώς αδιάφορα όλα όσα συνιστούν το εξωτερικό περιτύλιγμα της σύγχρονης μοναχικής ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με δυσαρεστούσαν κιόλας! Απλώς δεν ήταν το κυρίως θέμα. Έγινα λοιπόν μοναχός γιατί πίστευα ότι αυτός ήταν ο δρόμος που θα ανέπτυσσε καλύτερα αυτό που ήδη είχα και όχι προσδοκώντας να αποκτήσω κάτι στην συνέχεια. Αυτό συνιστά τεράστια διαφορά σε σχέση με την συντριπτική πλειοψηφεία των ανθρώπων που γίνονται μοναχοί. Αυτή η επιλογή δεν ήταν αποτέλεσμα τόσο λογική σκέψης, όσο συντονισμός με τις εσωτερικές παρορμήσεις. Δυστυχώς δεν προβληματίσθηκα, δεν το έψαξα δεν αναζήτησα εναλλακτικούς δρόμους, κάτι που ήταν στην πραγματικότητα εκτός κάθε δυνατότητάς μου, την εποχή εκείνη. Προφανώς ήμουν καταδικασμένος που λένε …από χέρι!
Τραγικό λάθος, αλλά στην συνέχεια όλα έρχονται λες και ήταν προ-προγραμματισμένα. Μια λανθασμένη επιλογή και στην συνέχεια ατέλειωτη σειρά σωστών επιλογών, εκτός από μια ακόμα για την οποία δεν έχει νόημα να μιλήσω τώρα. Και πρώτη και καλύτερη το γεγονός ότι βρέθηκα ως μοναχός κάπου έξω από την Θεσσαλονίκη και όχι στο Άγιο Όρος! Γιατί εκεί άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια μου και είχα όλη την ευχέρεια κινήσεων ώστε να κάνω αυτό που μου φαινόταν πιο σωστό.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα την ευχέρεια να εξηγήσω πλήρως γιατί επεδίωκα την μόνωση, για ποιο λόγο τελικά βρέθηκα να ζω σε ένα ξύλινο καλύβι 4,5 μ. επί 5,5 μ. Και γιατί στην συνέχεια πάλι επέλεξα να μένω μόνος μου. Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια η ησυχία ήταν απαραίτητη για την επιτέλεση αυτού που ήταν το σημαντικότερο στοιχείο της ζωής μου. Προς το τέλος της περιόδου οι λόγοι ήταν πια άλλοι. Πάντως ήμουν ήδη αξιοθέατο! Ένας φωτογράφος που έβγαλε ένα άλμπουμ για την Μακεδονία έβαλε σε αυτό μια φωτογραφία μου και από κάτω είχε λεζάντα: Ο μονάχος, μοναχός Αρσένιος!
Φυσικά όλα αυτά τα χρόνια δεν πίστευα απλώς στον Θεό, …είχα σχέση μαζί Του, ή τουλά-χιστον έτσι νόμιζα! Αυτό ήταν και το λάθος ή η σωτηρία μου. Δεν είχα δισταγμό να σκεφτώ το οτιδήποτε, να θέσω στον εαυτό μου την οποιαδήποτε ερώτηση, να ψάξω το οποιοδήποτε θέμα. Έλεγα η πίστη μου δεν κινδυνεύει. Και πράγματι η ζωή μου συνεχιζόταν αταλάντευτη μέσα από μυθιστορηματικές περιπέτειες και δυσκολίες και εγώ ήμουν ένας μονίμως ευτυχής άνθρωπος. Ένας άλλος πνευματικός με κοιτούσε με απορία και έλεγε, μην λες έτσι, εννοώντας θα ματιαστείς, ή επί το πνευματικότερο, θα σε φθονήσει ο διάβολος! Πράγματι στα χρόνια αυτά σχεδόν, λέω σχεδόν γιατί ίσως υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις, δεν είμαι σίγουρος, δεν γνώρισα άλλον που να τον ζηλέψω.
(συνεχίζεται)